-
1 προστάζω
[простазо] р. приказывать, предписывать,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > προστάζω
-
2 приказать
-
3 приказание
η διαταγή, η εντολή-ть διατάσσω, διατάζωπροστάζω, δίνω εντολήРусско-греческий словарь научных и технических терминов > приказание
-
4 велеть
вел||етьсов и несов διατάζω, προστάζω, παραγγέλλω, ἐντέλλομαι:\велетьй ему́ прийти́ παράγγειλε του νά ἐρθει, πές του νά ἐρθει· долг не \велетьит мне молчать об этом τό καθήκον δέν μοῦ ἐπιτρέπει νά σιωπήσω. -
5 изволить
изво||литьнесов1. (с инф. для выражения повеления):\изволитьльте выйти! περάστε ἐξω!·2. (для выражения согласия) παρακαλώ, ὀρίστε:дайте мне книгу, изво́льте! δόστε μου τό βιβλίο, \изволить Παρακαλώ!·3. уст. ὁρίζω, προστάζω:чего́ \изволитьлите? τί ὁρίζετε; στούς ὁρισμούς σας;· ◊ теперь \изволитьльте его́ дожидаться τώρα εὐαρεστηθείτε νά τόν περιμένετε, τώρα κόπιασε νά τόν περιμένεις· \изволитьльте радоваться! χαρήτε! -
6 наказывать
наказывать Iнесов τιμωρώ:\наказывать виновных τιμωρώ τοῦς φταίχτες.наказывать IIнесов (поручать) διατάζω, προστάζω, ἐντέλλομαι. -
7 повелевать
повелеватьнесов книжн. διατάζω, προστάζω. -
8 подавать
подаватьнесов1. δίνω, δίδω, προσφέρω, παρέχω:\подавать знак δίδω σημειον \подавать совет δίδω συμβουλήν \подавать милостыню δίνω ἐλεημοσύνη· \подавать повод δίνω ἀφορμή· \подавать пример δίνω τά παράδειγμα· \подавать команду δίνω διαταγή, προστάζω· не \подавать руки́ δέν προτείνω τό χέρι μου· \подавать помощь βοηθώ, παρέχω βοήθειαν2. (на стол) σερβίρω:обед по́дан τό γεῦμα εἶναι σερβιρισμένο·3. (лошадей, машину и т. п.) δίνω· 4:\подавать заявление ὑποβάλλω αίτηση· \подавать жалобу на кого-л. ὑποβάλλω παράπονα· подавать в суд κάνω μήνυση·5. тех. τροφοδοτώ· ◊ \подавать мяч спорт. δίνω πάσσα· \подавать в отставку ὑποβάλλω παραίτηση, παραιτοῦμαι· \подавать надежды παρέχω ἐλπίδας· не \подавать признаков жизни δέν δίδω σημεία ζωής. -
9 приказать
приказатьсов, приказывать несов διατάζω, προστάζω, ἐντέλλομαι· ◊ как прикажете вас понимать? τί ἐννοείτε μ' αὐτό;· он приказал долго жить μᾶς ἄφησε χρόνους. -
10 распоряжаться
распоряж||атьсянесов1. (приказывать) διατάζω, προστάζω / δίνω ἐντολή[ν] (предписывать)·2. (управлять, хозяйничать) διευθύνω, κάνω κουμάντο, δίνω διαταγές:\распоряжаться чем-л. διευθύνω κάτι· кто здесь \распоряжатьсяа́ется? ποιος κάνει κουμάντο ἐδῶ;-в доме она всем \распоряжатьсяается στό σπίτι κάνει αὐτή κουμάντο σέ ὅλα· он \распоряжатьсяа́ется, как у себя дома δίνει διαταγές σάν νά εἶναι στό σπίτι του·3. (деньгами, временем и т. п.) διαθέτω, ἔχω στή διάθεση μου:\распоряжаться кредитами διαθέτω τίς πιστώσεις. -
11 наказывать
[νακάζυβατ'] ρ. προστάζω, διατάζω -
12 наказывать
[νακάζυβατ'] ρ προστάζω, διατάζω -
13 велеть
велю, велишь, ρ.δ.κ.σ. στον παρλθ. χρ. μόνο σ.διατάζω, ορίζω, προστάζω, εντέλλομαι• υπαγορεύω•директор -ел ο διευθυντής διέταξε•
долг не -ит мне молчать το καθήκον δέν μου επιτρέπει να σιωπήσω.
|| παρακαλώ, αναθέτω, παραγγέλλω. -
14 командовать
-дую, дуешь, μτχ. ενστ. командующийρ.δ.1. προστάζω, διατάζω, δίνω πρόσταγμα, διαταγή, παράγγελμα.2. διοικώ•полком διοικώ σύνταγμα.
3. κυβερνώ.4. δεσπδζω•высота, командующая над городом ύψωμα, που δεσπόζει, της πόλης.
-
15 повелеть
-ль, -лишьρ.σ. (γραπ. λόγος)• διατάζω, προστάζω, κελεύω. -
16 приказать
-кажу, -кажешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. приказанный, βρ: -зал, -а, -оρ.σ.1. διατάσσω• προστάζω• δίνω εντολή•он -ал взять его мртвым или живого αυτός διέταξε να τον πιάσουν νεκρό ή ζωντανό.
2. μτφ. παλ. αναθέτω αναθέτω εντολή•приказать имение жене αναθέτω την περιουσία στη σύζυγο.
εκφρ.что -жешь (приказатьжете)? – τι έχεις (приказатьετε) να πεις; να πείτε; (στον συνομιλητή, όταν η απάντηση είναι σαφής)•как -жете – παλ. όπως σας αρέσει, όπως πείτε•что -жете? – παλ. τι θέλετε; τι επιθυμείτε; τι σας αρέσει; -
17 распорядиться
-яжусь, -ядишьсяρ.σ.1. διατάζω, ορίζω, προστάζω• δίνω εντολή, εντέλλομαι• κελεύω,2. κουμαντάρω, κάνω κουμάντο• διευθύνω. || διαθέτω, χρησιμοποιώ• διαχειρίζομαι.3. συμπεριφέρνομαι, φέρνομαι•я знаю, как с ним распорядиться ξέρω, πως να του συμπερ ιφερθώ.
См. также в других словарях:
προστάζω — προστάζω, πρόσταξα βλ. πίν. 23 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
προστάζω — προστάσσω ΝΜΑ, και αττ. τ. προστάττω και δωρ. τ. ποτιτάσσω και ποιτάσσω Α δίνω διαταγή συνήθως με έντονο τρόπο, παραγγέλλω, διατάζω (α. «τούτο προστάζει ο βασιλιάς και μ έστειλε φερμάνι», δημ. τραγούδι β. «ἐπὶ τῆς κτίσεως συνεξέλαμψε τὸ φῶς τῷ… … Dictionary of Greek
προστάζω — πρόσταξα, προστάχτηκα, προσταγμένος, διατάζω, παραγγέλνω, δίνω εντολή: Ποιος είναι εκείνος που προστάζει και σκοτώνει πίσω από μας (Γ. Σεφέρης) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
επιτάσσω — (Α ἐπιτάσσω και αττ. τ. ἐπιτάττω) [τάσσω] τοποθετώ, παρατάσσω πίσω από άλλο («ὄπισθεν δὲ τοῡ πεζοῡ ἐπέταξε πᾱσαν τὴν ἵππον», Ηρόδ.) νεοελλ. 1. επιβάλλω, υπαγορεύω, προστάζω 2. εκτελώ επίταξη* αρχ. 1. προστάζω, διατάζω, παραγγέλλω (α. «καὶ πάντως… … Dictionary of Greek
συγκελεύω — Α προστάζω μαζί με άλλον ή με άλλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + κελεύω «προστάζω»] … Dictionary of Greek
αντεπιτάσσω — ἀντεπιτάσσω (Α) διατάζω, προστάζω και εγώ … Dictionary of Greek
δηλώνω — (AM δηλῶ, όω Μ και δηλώνω) [δήλος] 1. αναφέρω, λέγω («δήλωσε τα εξής», «δηλώσω δὲ καὶ τόδε») 2. φανερώνω, αποκαλύπτω («τον έρωτα εδήλωσαν που χαν εις την αγάπην», «κάρτα μοι σαφώς ἐδήλωσας κακά») 3. ερμηνεύω, εξηγώ («δηλώσει τα αινίγματα και τα… … Dictionary of Greek
διατάζω — (AM διατάσσω και διατάττω) 1. τακτοποιώ, διευθετώ 2. δίνω εντολή, προστάζω («καὶ ἐγένετο ὅτε ἐτέλεσεν ὁ Ἰησοῡς διατάσσων τοῑς δώδεκα μαθηταῑς αὐτοῡ», ΚΔ) νεοελλ. 1. διατάξτε απάντηση που δείχνει προθυμία για υπακοή 2. νουθετώ, συμβουλεύω («γιατ… … Dictionary of Greek
διορίζω — (AM διορίζω Α και ιων. τ. διουρίζω) [ορίζω] 1. χαράζω τα όρια, διαχωρίζω 2. καθορίζω, διατάζω, συμβουλεύω νεοελλ. εγκαθιστώ κάποιον σε μια θέση, τού αναθέτω επίσημα μια υπηρεσία αρχ. μσν. ορίζω, προστάζω αρχ. 1. ορίζω λογικά, δίνω ορισμό 2.… … Dictionary of Greek
εμφανίζω — (AM ἐμφανίζω) φανερώνω, δείχνω, παρουσιάζω μσν. αρχ. εξηγώ («τὰς ἀποδείξεις ἑτοίμως ἐμφανίζειν», Αριστοτ.) αρχ. 1. παριστάνω ή αποδεικνύω κάποιον ή κάτι ως («ἐμφανίζει οὐκ οὖσαν ἀγαθὸν τὴν ἡδονήν», Αριστοτ.) 2. καθιστώ κάτι φανερό, πρόδηλο… … Dictionary of Greek
ενδίδω — (AM ἐνδίδωμι) 1. υποχωρώ, υποκύπτω («μή συγχωρεῑν ἐνδόντα τῇ τῶν πλειόνων γνώμη», Δημ.) 2. (για στέγη, πόρτα ή εύκαμπτα αντικείμενα) υποχωρώ, λυγίζω («με την ώθηση η σκεπή ενέδωσε») μσν. προστάζω, διατάζω αρχ. 1. δίνω στα χέρια («ἐνδοῡναι τήν… … Dictionary of Greek