-
1 égard
προσοχή -
2 prudence
προσοχή -
3 obezřelost
προσοχή -
4 circumspection
προσοχή -
5 roztropność
προσοχή -
6 takayyut
προσοχή, δεσμός -
7 umursanma
προσοχή, νοιάξιμο, έγνοια -
8 внимание
-я ουδ.1. προσοχή•слушать со -ем ακούω με προσοχή•
привлечь внимание τραβώ την προσοχή•
в центре -я στο κέντρο της προσοχής•
достойный -я άξιος προσοχής, αξιοπρόσεκτος.
2. φροντίδα, μέριμνα•с должным -ем με την απαιτούμενη προσοχή•
оставить без -я δεν προσέχω, δε δίνω προσοχή, αδιαφορώ.
εκφρ.-! – προσοχή! (παράγγελμα)•- го кого – σε γνώση κάποιου, για γνώση, γιά να γνωρίζει•- го покупателей – για να ξέρουν οι αγοραστές•обратить внимание – δίνω προσοχή•обратить на себя - – τραβώ την προσοχή•уделить внимание – δίνω προσοχή, δείχνω ενδιαφέρο•принять во внимание – παίρνω υπ’ όψη. -
9 внимание
внимани||ес1. ἡ προσοχή:достойный \вниманиея ἀξιοπρόσεκτος, ἀξιοσημείωτος· обращать \внимание δίνω προσοχή, στρέφω τήν προσοχή μου· ре обращайте \вниманиея (на э́то) μή δίνετε σημασία· привлекать чье-л. \вниманиее τραβάω (или ἐπισύρω) τήν προσοχή· принимать во \внимание παίρνω ὑπ' ὀψη· оставлять без \вниманиея что-л. δέν δίνω προσοχή, δέν δίνω σημασία· \внимание1 προσοχή!·2. (предупредительность) ἡ φροντίδα, ἡ μέριμνα, ἡ περιποίηση:оказывать кому́-л. \вниманиее φροντίζω (или μεριμνώ) γιά κάποιον окружать кого-л. \вниманиеемπεριβάλλω κάποιον μέ φροντίδα, περιποιούμαι. -
10 внимание
внимание с 1) η. προσοχή принять во \внимание παίρνω υπόψη* обратить \внимание στρέφω τηνπροσοχή, προσέχω 2) (забота) η φροντίδα, η μέριμνα окружить \вниманием кого-л. περιποιούμαι κάποιον \вниманиеΙ προσοχή!* * *с1) η προσοχήприня́ть во внима́ние — παίρνω υπόψη
обрати́ть внима́ние — στρέφω την προσοχή, προσέχω
2) ( забота) η φροντίδα, η μέριμναокружи́ть внима́нием кого́-л. — περιποιούμαι κάποιον
внима́ние! — προσοχή!
-
11 осторожность
осторожность ж η προσοχή, η προφύλαξη; обращаться с \осторожностью είμαι προσεχτικός, προσέχω· προσοχή! (на этикетке лекарства)* * *жη προσοχή, η προφύλαξηобраща́ться с осторо́жностью — είμαι προσεχτικός, προσέχω; προσοχή! ( на этикетке лекарства)
-
12 обращать
обращатьнесов1. (направлять) γυρίζω, στρέφω, μεταστρέφω:\обращать ору́жие против неприятеля στρέφω τά ὅπλα κατά τοῦ ἐχθροϋ· \обращать взоры на кого-л., на что́-либо στρέφω τά βλέμματα μου προς κάποιον (или προς κάτι}· \обращать внимание на что-л. στρέφω τήν προσοχή, ἐφιστῶ τήν προσοχή· \обращать на себя внимание κινῶ τήν προσοχή, προσελκύω τήν προσοχή·2. (убеждать, склонять к чему-л.) προσηλυτίζω·3. (превращать) μεταβάλλω, μεταμορφώνω, μετατρέπω· ◊ \обращать в бегство кого-л. τρέπω εἰς φυγήν κάποιον \обращать в шутку что́-л. τό γυρίζω στό ἀστείο· \обращать на путь истины шутл. ἐπαναφέρω κάποιον στό δρόμο τῆς ἀληθείας, ἐπαναφέρω κάποιον στον ίσιο δρόμο. -
13 оглядка
-
14 беречь
-
15 заинтересовать
заинтересовать, заинтересовывать ενδιαφέρω, κινώ το ενδιαφέρον, τραβώ (или προκαλώ) την προσοχή это меня заинтересовало αυτό κίνησε το ενδιαφέρον μου* * *= заинтересовыватьενδιαφέρω, κινώ το ενδιαφέρον, τραβώ ( или προκαλώ) την προσοχήэ́то меня́ заинтересова́ло — αυτό κίνησε το ενδιαφέρον μου
-
16 обратить
обратить στρέφω, κατευθύνω (направить)' \обратить внимание на что-л. προσέχω, στρέφω την προσοχή μου σε κάτι ◇ \обратить в бегство кого-л. τρέπω σε φυγή κάποιον \обратиться см. обращаться 1* * *στρέφω, κατευθύνω ( направить)обрати́ть внима́ние на что-л. — προσέχω, στρέφω την προσοχή μου σε κάτι
••обрати́ть в бе́гство кого́-л. — τρέπω σε φυγή κάποιον
-
17 окрасить
-
18 осторожно
-
19 осторожный
осторожный προσεχτικός, προφυλαχτικός· будьте \осторожныйы! προσοχή!* * *προσεχτικός, προφυλαχτικόςбу́дьте осторо́жны! — προσοχή!
-
20 отвлекать
отвлекать, отвлечь αποσπώ, απομακρύνω· \отвлекать внимание αποσπώ την προσοχή \отвлекаться αφαιρούμαι* αποσπώμαι, απομακρύνομαι* \отвлекаться от темы αποσπώμαι από το θέμα* * *= отвлечьαποσπώ, απομακρύνωотвлека́ть внима́ние — αποσπώ την προσοχή
См. также в других словарях:
προσοχῇ — προσοχή attention fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσοχή — attention fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσοχή — Στην κοινή ορολογία και στην κλασική ψυχολογία η π. θεωρείται ένα είδος νοητικής ικανότητας, η οποία είναι σε ποικίλο βαθμό ανεπτυγμένη στα διάφορα άτομα, αλλά συνοδεύεται πάντοτε από έντονη συναισθηματική συμμετοχή. Σήμερα έγινε παραδεκτό ότι η… … Dictionary of Greek
προσοχή — η 1. προσήλωση του νου σε κάτι: Δε δούλεψες με προσοχή (Χριστόπουλος). 2. προφύλαξη, επαγρύπνηση, φροντίδα: Να περάσεις το δρόμο με προσοχή. 3. γυμναστικό παράγγελμα: Προσοχή! … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προσοχῆι — προσοχῇ , προσοχή attention fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσοχαῖς — προσοχή attention fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσοχῆς — προσοχή attention fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσοχήν — προσοχή attention fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
εφίστημι — (ΑΜ ἐφίστημι, Α ιων. τ. ἐπίστημι) διορίζω, τοποθετώ νεοελλ. 1. (αόρ.) επέστην πλησίασα, έφθασα («επέστη η ώρα τής εκδικήσεως») 2. φρ. «εφιστώ την προσοχή κάποιου» σταματώ ή κατευθύνω την προσοχή κάποιου σε κάτι, τόν κάνω να προσέξει μσν. αρχ. 1.… … Dictionary of Greek