-
1 προσκατατιθημι
дополнительно вносить, уплачивать(ἀργύριον μισθόν Plat.; τριώβολον Arph.)
См. также в других словарях:
προσκατατίθημι — Α [κατατίθημι] 1. καταβάλλω, πληρώνω επιπροσθέτως ή ως επί πλέον κατάθεση («προσκατατιθέντας ἀργύριον πάνυ πολὺ μισθόν», Πλατ.) 2. μτφ. προσυποβάλλω παρατήρηση … Dictionary of Greek
προσκαταθείην — προσκατατίθημι pay down besides aor opt act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσκαταθήσω — προσκατατίθημι pay down besides fut ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσκατατιθέντας — προσκατατίθημι pay down besides pres part act masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσκατατιθέτω — προσκατατίθημι pay down besides pres imperat act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσκατετίθετο — προσκατατίθημι pay down besides imperf ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)