Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

προσεύχομαι

  • 1 προσεύχομαι

    [просэфхомэ] р. молиться.

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > προσεύχομαι

  • 2 отмолить

    -олю, -олишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отмоленный, βρ: -лен, -а, -о
    ρ.σ.μ. προσεύχομαι, για συγχώρηση•

    отмолить грех προσεύχομαι για συγχώρεση αμαρτίας.

    1. παλ. προσεύχομαι για να σωθώ, να γλυτώσω•

    от смерти не -ишься οι προσευχές δε σε σώζουν.

    2. τελειώνω την προσευχή.

    Большой русско-греческий словарь > отмолить

  • 3 молиться

    молиться προσεύχομαι, κάνω την προσευχή μου
    * * *
    προσεύχομαι, κάνω την προσευχή μου

    Русско-греческий словарь > молиться

  • 4 замолить

    -олю, -олишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. замоленный, βρ: -лен, -лена, -лено
    ρ.σ.μ. παλ. προσεύχομαι•

    замолить грехи προσεύχομαι για άφεση των αμαρτιών.

    Большой русско-греческий словарь > замолить

  • 5 молиться

    молить||ся
    προσεύχομαι.

    Русско-новогреческий словарь > молиться

  • 6 молиться

    [μαλίτ'σα] ρ. προσεύχομαι

    Русско-греческий новый словарь > молиться

  • 7 молиться

    [μαλίτ'σα] ρ προσεύχομαι

    Русско-эллинский словарь > молиться

  • 8 благословить

    -влю, -вишь ρ.δ.μ.
    1. ευλογώ• σταυρώνω•

    поп его -ил ο παπάς τον ευλόγησε.

    2. ευγνωμονώ, ευχαριστώ•

    благословить судьбу ευγνωμονώ την τύχη.

    1. ευλογούμαι, παίρνω την ευχή•

    братья -лись у отца τ’ αδέρφια πήραν την ευχή του πατέρα.

    2. προσεύχομαι, κάνω το σταυρό μου πριν από κάθε ξεκίνημα.

    Большой русско-греческий словарь > благословить

  • 9 воссылать

    ρ.δ.μ. παλ. στέλλω προς τα πάνω, αναπέμπω•

    воссылать молитву αναπέμπω προσευχή, προσεύχομαι.

    Большой русско-греческий словарь > воссылать

  • 10 замаливать

    ρ.δ.
    βλ. замолить.
    παρακαλώ, ικετεύω• δέομαι, προσεύχομαι.

    Большой русско-греческий словарь > замаливать

  • 11 заупокой

    επίρ.
    στην έκφραση:
    α) помянуть за заупокой (εκκλσ.) προσεύχομαι για ανάπαυση της ψυχής·
    β) начать за здравие, а кончить (ή свести) заупокой αρχίζω με επαίνους και τελειώνω με επίκριση• αρχίζω χαρούμενα και τελειώνω θλιμμένα.

    Большой русско-греческий словарь > заупокой

  • 12 молить

    молю, молишь
    ρ.δ. παρακαλώ, ικετεύω.
    εκφρ.
    Бога молить за кого – παρακαλώ το Θεό για κάποιον•
    молить о пощаде – ζητώ έλεος.
    1. προσεύχομαι.
    2. προσκυνώ. || λατρεύω, θαυμάζω.

    Большой русско-греческий словарь > молить

  • 13 стоять

    стою, стоишь, προστκ. стой.
    επιρ. μτχ. стоя
    ρ.δ.
    1. στέκομαι ορθός•

    стоять у окна στέκομαι όρθιος στο παράθυρο•

    стоять перед зеркалом στέκομαι μπροστά στον καθρέφτη.

    || στηρίζομαι•

    стоять на ногах στέκομαι στα πόδια•

    -на коленях στέκομαι στα γόνατα•

    стоять на цыпочках στέκομαι στα δάχτυλα•

    стоять на голове στέκομαι στο κεφάλι (με τα πόδια άνω)•

    стоять на на руки στέκομαι (στηριζόμενος) στα χέριο: (με τα πόδια άνω)•

    волосы -ят дыбом τα μαλλιά στέκονται ορθωμένα.

    2. εκτελώ κάτι όρθιος•

    стоять у станка εργάζομαι όρθιος στη εργα-τομηχανή•

    стоять на посту στέκομαι στο πόστο•

    -в карауле στέκομαι στο καραούλι(σκοπιά, παρατηρητήριο)•

    стоять на молитве προσεύχομαι όρθιος.

    3. καταλύω, σταθμεύω•

    стоять лагерем στρατοπεδεύω• κατασκηνώνω;

    4. (στρατ.) παίρνω μέρος, υπερασπίζω•

    стоять на обороне παίρνω μέρος στην άμυνα.

    || αμύνομαι, κρατώ γερά•

    насмерть αμύνομαι μέχρι εσχάτων.

    || μτφ. είμαι υπέρ• με το μέρος• υπερασπίζω•

    стоять за мир υπερασπίζω την ειρήνη•

    стоять за народ υπερασπίζω το λαό,

    μτφ. είμαι της γνώμης, επιμένω στη γνώμη μου, είμαι σταθερός στη γνώμη μου ή την άποψη μου.
    5. (με το αρνητικό μόριο не) δεν τσιγκουνεύομαι, δε λυπάμαι.
    6. στέκομαι, είμαι, βρίσκομαι•

    лстица -ит у стены η σκάλα στέκεται στον τοίχο•

    печка -ит в углу η θερμάστρα είναι στη γωνία.

    7. ορθώνομαι εγείρομαι•

    перед нами -ят большие идеалы μπροστά μας στέκονται (ορθώνονται μεγάλα ιδανικά (ιδεώδη).

    8. μτφ. είμαι, κατέχω θέση, βρίσκομαι•

    у честного человека труд -ит на первом месте για τον τίμιο άνθρωπο η εργασία κατέχει την πρώτη θέση ή βρίσκεται στην πρώτη γραμμή.

    || κυρλξ. κ. μτφ. στηρίζομαι•

    дом -ит на фундаменте το σπίτι στηρίζεται στα θεμέλια•

    государство -ит на солдате το κράτος στηρίζεται στο στρατιώτη.

    || υπάρχω, είμαι•

    на бумаге -ит печать στο χαρτί (έγγραφο) υπάρχει σφραγίδα.

    10. κυρλξ. κ. μτφ. ακινητώ•

    вода в пруду всегда -ит το νερό στη δεξαμενή πάντοτε μένει ακίνητο (στέκεται)•

    время не -ит ο χρόνος κυλάει•

    работа -ит η δουλειά σταματά.

    11. είμαι (για κατάσταση)•

    -ит жара είναι ζέστη•

    комнаты -ят пустыми τα δωμάτια είναι άδεια•

    -ит тишина είναι ησυχία•

    погода -ит холодная ο καιρός είναι ψυχρός•

    -ял полдень ήταν μεσημέρι•

    -ло лето ήταν καλοκαίρι•

    -ла ночь ήταν νύχτα.

    || δείχνω•

    барометр -ит на „ясно το βαρόμετρο δείχνει αίθριος.

    12. διατηρούμαι, κρατώ•

    варенье может стоять долго το γλυκό του κουταλιού μπορεί να διατηρηθεί πολύν καιρό.

    13. δε λειτουργώ•

    часы стоять το ρολόι δε δουλεύει (είναι σταματημένο).

    || μτφ. δεν προχωρώ• δεν προοδεύω, δεν πάω μπροστά•

    работа -ит η δουλειά δεν προχωρεί.

    14. προστκ. стой(те) σταμάτα, -τάτε.
    εκφρ.
    стоять во главе – α) είμαι επικεφαλής, β) αρχηγεύω, είμαι, αρχηγός•
    стоять за спиной; стоять за кем:
    α) έχω στην καμπούρα μου• за моей спиной -ят шестьдесят лет – στην καμπούρα μου έχω εξήντα χρόνια.
    β) κρύβομαι, πίσω από κάποιον (προστατεύω, καθοδηγώ κρυφά)•
    стоять на карте ή на кону – επαφίεμαι στην τύχη•
    стоять на реальной ή тврдой почве – πατώ γερά, στηρίζομαι σταθερά•
    стоять над чьей душой; над кем – στέκομαι πάνω από το κεφάλι κάποιου (ενοχλώ), γίνομαι φόρτωμα σε κάποιον•
    стоять у власти – ασκώ την εξουσία, εξουσιάζω(κυβερνώ)•
    стоять у ворот ή у порога – πλησιάζω πολύ, επί θύραις•
    стоять близко к кому и стоять близко, около кого – α) συσχετίζομαι, συνδέομαι στενά, β) πρόσκειμαι•
    стоять вше кого – στέκομαι πάνω από κάποιον (είμαι ανώτερος κάποιου)•
    стоять выше чего – στέκομαι πάνω από κάτι (δε δίνω σημασία, προσοχή).

    Большой русско-греческий словарь > стоять

  • 14 творить

    -рю, -ришь ρ.δ.
    1. δημιουργώ κάνω, φτιάχνω•

    творить чудеса κάνω θαύματα•

    творить добро κάνω καλό•

    творить новую жизнь δημιουργώ καινούρια ζωή•

    творить молитву κάνω προσευχή (προσεύχομαι)•

    творить поклон κάνω μετάνοια (γονυπετώ, υποκλίνομαι).

    1. γίνομαι, συμβαίνω, λαβαίνω χώρα•

    что тут -ится? τι συμβαίνει εδώ;

    2. δημιουργούμαι•

    в этой стране -йтся новая жизнь σ αυτή τη χώρα δημιουργείται μια νέα ζωή.

    ρ.δ.μ.
    ανακατώνω, φτιάχνω•

    творить тесто φτιάχνω ζυμάρι.

    ανακατεύομαι, γίνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > творить

  • 15 упокой

    -я α: за упокой (εκκλσ.) για ανάπαυση (του πεθαμένου)•

    молиться за упокой его души προσεύχομαι για ανάπαυση της ψυχής του.

    Большой русско-греческий словарь > упокой

См. также в других словарях:

  • προσεύχομαι — προσεύχομαι, προσευχήθηκα βλ. πίν. 151 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • προσεύχομαι — offer prayers pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσεύχομαι — ΝΜΑ [εὔχομαι] κάνω προσευχή, απευθύνομαι νοερά, με λόγια ή με άσμα προς τον θεό, τους θεούς ή γενικά τις υπερφυσικές δυνάμεις, εκφράζω προς τον θεό ή τους θεούς ή προς τις υπερφυσικές δυνάμεις παράκληση, ευχαριστία ή δοξολογία (α. «προσεύχεται… …   Dictionary of Greek

  • προσεύχομαι — προσευχήθηκα, απευθύνω προσευχή στο Θεό: Δε φαίνετ ο καλόγερος· μόνος του στ Άγιο Βήμα προσεύχετο κι ετοίμαζε τη μυστική θυσία (Βαλαωρίτης) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προσεύχεσθε — προσεύχομαι offer prayers imperf ind mp 2nd pl προσεύχομαι offer prayers pres imperat mp 2nd pl προσεύχομαι offer prayers pres ind mp 2nd pl προσεύχομαι offer prayers imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσευχόμεθα — προσεύχομαι offer prayers imperf ind mp 1st pl προσεύχομαι offer prayers pres ind mp 1st pl προσεύχομαι offer prayers imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσευχόμεσθα — προσεύχομαι offer prayers imperf ind mp 1st pl προσεύχομαι offer prayers pres ind mp 1st pl προσεύχομαι offer prayers imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσεύξασθε — προσεύχομαι offer prayers aor imperat mid 2nd pl προσεύχομαι offer prayers aor ind mid 2nd pl προσεύχομαι offer prayers aor ind mid 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσεύχου — προσεύχομαι offer prayers imperf ind mp 2nd sg (attic epic doric) προσεύχομαι offer prayers pres imperat mp 2nd sg (attic epic doric) προσεύχομαι offer prayers imperf ind mp 2nd sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσευξαμένων — προσεύχομαι offer prayers aor part mid fem gen pl προσεύχομαι offer prayers aor part mid masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσευξάμενον — προσεύχομαι offer prayers aor part mid masc acc sg προσεύχομαι offer prayers aor part mid neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»