-
1 осторожно
-
2 рассмотреть
рассмотреть 1) κοιτάζω προσεχτικά, εξετάζω 2) (обсудить) συζητώ* * *1) κοιτάζω προσεχτικά, εξετάζω2) ( обсудить) συζητώ -
3 тщательно
-
4 приглядеть
ρ,σ.1. επιβλέπω, επιτηρώ, εποπτεύω.2. μ. ερευνώ, ψάχνω να βρω•приглядеть себе работу ψάχνω να βρω δουλειά αρεστή.
1. παρατηρώ προσεχτικά. || εξετάζω, μελετώ προσεχτικά.2. συνηθίζω, εξοικειούμαι• προσαρμόζομαι. -
5 разглядывать
-
6 уследить
-ежу, -едишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. услеженный, βρ: -жен, -а, -о ρ.σ.1. παρακολουθώ άγρυπνα, επαγρυπνώ. || παρακολουθώ, ακούω προσεχτικά•уследить рассказ παρακολουθώ προσεχτικά το διήγημα.
2. παρατηρώ, διακρίνω• ξεχωρίζω. -
7 разглядывать
разглядыватьнесов ἐξετάζω, παρατηρώ προσεχτικά. -
8 рассматривать
рассматриватьнесов1. κοιτάζω προσεχτικά, ἐξετάζω:\рассматривать надпись ἐξετάζω ἐπιγραφή·2. (разбирать, обсуждать) μελετώ, ἐξετάζω:\рассматривать заявление ἐξετάζω τήν αίτηση· \рассматривать дело юр. ἐκδικάζω ὑπόθεση·3. (считать) θεωρώ:\рассматривать как оскорбление θεωρώ προσβολή. -
9 thoroughly
1) (with great care, attending to every detail: She doesn't do her job very thoroughly.) προσεχτικά, με κάθε λεπτομέρεια, σχολαστικά2) (completely: He's thoroughly stupid/bored.) εντελώς, τελείως -
10 watchfully
adverb προσεχτικά -
11 аккуратно
επίρ.1. προφυλακτικά, προσεχτικά.2. ταχτικά, κανονικά• νοικοκυρεμένα, επιμελημένα. -
12 бережно
επίρ.προσεχτικά, προφυλακτικά. -
13 внимательно
επίρ.προσεχτικά. || με φροντίδα, με ενδιαφέρο. -
14 всмотреться
всмотрюсь, всмотришься, ρ.σ. βυθίζω το βλέμμα, κοιτάζω καλά, προσεχτικά, ερευνώ•всмотреться в морскую даль κοιτάζω βαθιά στο πέλαγος•
я -лся в него и сразу узнал τον κοί? ταξα καλά,’ии αμέσως τον γνώριοα.
-
15 вчитаться
ρ.σ. διαβάζω, μελετώ προσεχτικά, βαθιά, εμβαθύνω•вчитаться в текст εμβαθύνω στο κείμενο.
-
16 выискать
-ищу, -ищешьρ.σ.μ.ψάχνω, εξετάζω, ερευνώ προσεχτικά•выискать ощибку в расчете ψάχνω να βρω το λάθος στο λογαριασμό" удобный случай καραδοκώ την κατάλληλη ευκαιρία,
βρίσκομαι, εξευρίσκομαι•для опасного дела -лись много добровольцев για επικίνδυνη υπόθεση βρέθηκαν πολλοί εθελοντές.
-
17 выслушать
ρ.σ.μ.1. ακούω προσεχτικά ως το τέλος• ακροώμαι, -άζομαι.2. (ιατρ.) ακούω, ακροώμαι (ασθενή). -
18 глотать
ρ.δ.μ. κ. αμ. καταπίνω, περνώ κάτω, κατεβάζω•глотать пилюли καταπίνω χάπια•
больно -πονώ όταν καταπίνω.
|| τρώγω λαίμαργα. || μτφ. διαβάζω γρήγορα και αχόρταγα• ακούω προσεχτικά•глотать романы один за другим καταβροχθίζω τα μυθιστορήματα ένα κοντά τ' άλλο.
εκφρ.глотать воздух – αναπνέω αέρα•глотать слезы – καταπίνω (συγκρατώ) τα δάκρυα•глотать олова – μασσώ τα λόγια•глотать слюнки – μου κινούν τα σάλια (κοιτάζω αχόρταγα).καταπίνομαι. -
19 красть
краду, крадёшь, παρλθ. χρ. крал, -ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. кравший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. краденный, βρ: -ден, -а, -о,επιρ. μτχ. крадяρ.δ. μ. κ. αμ. κλέβω.εισχωρώ κρυφά, τρυπώνω, προχωρώ κρυφά, προσεχτικά. || κλέβω. -
20 легонько
επίρ.1. αδύνατα, ελάχιστα,μόλις.2. ελαφρά, επιφυλαχτικά, προσεχτικά.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
σταθμίζω — ΝΜΑ [σταθμός] προσδιορίζω το βάρος αντικειμένου, ζυγίζω νεοελλ. 1. μεταχειρίζομαι τη στάθμη για να ελέγξω την κατακόρυφη ή οριζόντια διεύθυνση 2. υπολογίζω προσεχτικά, μελετώ, μετρώ, αξιολογώ («πρέπει να σταθμίσουμε προσεχτικά κάθε μας ενέργεια») … Dictionary of Greek
φυλοκρινώ — έω, και εσφ. γρφ. φυλλοκρίνω, ΜΑ 1. επιλέγω προσεχτικά («τὸ βουλευτικὸν πᾱν καὶ φυλοκρινῆσαι καὶ διαλέξαι», Δίων Κάσσ.) 2. διακρίνω, ξεχωρίζω με ακρίβεια («ἕκαστον ὁποῑον ἐστὶ φυλοκρινεῖν», Λουκιαν.) αρχ. 1. διακρίνω, ξεχωρίζω τις φυλές 2.… … Dictionary of Greek
Griego medieval — Hablado en Grecia Turquía … Wikipedia Español
ακαλάμωτος — η, ο [καλαμώνω] 1. (σιτηρά) εκείνος που δεν έχει κάνει καλάμι, άγουρος «το κριθάρι είναι ακόμα ακαλάμωτο» 2. (τοίχος, διβάρι) χωρίς καλάμια, χωρίς φράχτη από καλάμια 3. αυτός που δεν τοποθετήθηκε και δεν δέθηκε προσεχτικά σε περίβλημα από καλάμια … Dictionary of Greek
εγερτί — ἐγερτί επίρρ. (Α) 1. πρόθυμα 2. άγρυπνα, προσεχτικά … Dictionary of Greek
εισθεώμαι — εἰσθεῶμαι ( άομαι) (Α) παρατηρώ προσεχτικά … Dictionary of Greek
εκμαγείο — Κατασκεύασμα από εύπλαστο υλικό που στερεοποιείται, αφού πρώτα αποτυπωθεί πάνω σε αυτό η μορφή ενός στερεού σώματος· χρησιμοποιείται για την παρασκευή πιστού αντιτύπου ή αντιτύπων του σώματος αυτού. Λέγεται επίσης και μήτρα, τύποςκαλούπι. Η λέξη… … Dictionary of Greek
εξακριβώνω — (AM ἐξακριβῶ) [ακριβώ] εξετάζω κάτι με ακρίβεια, ερευνώ προσεχτικά («έχω εξακριβωμένες πληροφορίες») μσν. μέσ. εξιχνιάζω αρχ. 1. κάνω κάτι με ακρίβεια και επιμέλεια («μᾱλλον γὰρ ἕκαστα κρίνουσι καὶ ἐξακριβοῡσιν οἱ μεθ ἡδονῆς ἐνεργοῡντες», Αριστοτ … Dictionary of Greek
θεώμαι — (ΑΜ θεῶμαι, άομαι, Α και ιων. τ. θηέομαι) 1. βλέπω με προσοχή, παρακολουθώ προσεχτικά με προσηλωμένο το βλέμμα 2. φρ. «πρὸς τὸ θεαθῆναι» για να βλέπουν οι άλλοι, για επίδειξη αρχ. 1. βλέπω με θαυμασμό ή έκπληξη (α. «θηεῡντο μέγα ἔργον», Ομ. Ιλ. β … Dictionary of Greek
καλλιγραφώ — (AM καλλιγραφῶ, έω) [καλλιγράφος] έχω ωραίο γραφικό χαρακτήρα, είμαι καλλιγράφος αρχ. 1. γράφω με γλαφυρότητα ύφους 2. βάφω προσεχτικά το πρόσωπο («τὸ πρόσωπον περιχρίει, ἐπεντρίβει, καλλιγραφεῑ, φύκει πυρσαίνει», Πολυδ.) … Dictionary of Greek
καλοκοιτάζω — και καλοκοιτῶ, άω (Μ καλοκοιτάζω) παρατηρώ κάποιον ή κάτι με προσοχή, κοιτάζω καλά, προσεχτικά νεοελλ. 1. βλέπω κάποιον με ενδιαφέρον ή με επιθυμία, τόν γλυκοκοιτάζω 2. ενδιαφέρομαι, μεριμνώ για κάποιον, περιποιούμαι κάποιον … Dictionary of Greek