-
1 προσεμβαινω
-
2 προσεμβαίνω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσεμβαίνω
-
3 προσεμβαίνει
προσεμβαίνωstep upon: pres ind mp 2nd sgπροσεμβαίνωstep upon: pres ind act 3rd sg -
4 προσεμβήναι
-
5 προσεμβῆναι
-
6 προσεμβαίνοι
προσεμβαίνοῑ, προσεμβαίνωstep upon: pres opt act 3rd sg
См. также в других словарях:
προσεμβαίνω — Α [ἐμβαίνω] 1. πατώ πάνω σε κάτι, ποδοπατώ, καταπατώ επιπροσθέτως 2. εισέρχομαι κάπου («εἰ προσεμβαίνει τις εἰς θερμόν αὐτό, ὠφελεῑ», Διοσκ.) 3. μτφ. χλευάζω, προσβάλλω επιπροσθέτως («οὐ γὰρ θανόντι καὶ προσεμβῆναί με χρή», Σοφ.) … Dictionary of Greek
προσεμβαίνει — προσεμβαίνω step upon pres ind mp 2nd sg προσεμβαίνω step upon pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσεμβῆναι — προσεμβαίνω step upon aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσεμβαίνοι — προσεμβαίνοῑ , προσεμβαίνω step upon pres opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)