1 προσδοχη
Древнегреческо-русский словарь > προσδοχη
προσδοχή — ή, Α [προσδέχομαι] 1. υποδοχή 2. υποχρέωση, χρέος … Dictionary of Greek
προσδοχήν — προσδοχή reception fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)