-
1 προσδιαπράσσω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσδιαπράσσω
-
2 προσδιαπράξομαι
προσδιαπράσσωachieve: aor subj mid 1st sg (epic)προσδιαπράσσωachieve: fut ind mid 1st sgπροσδιαπράσσωachieve: aor subj mid 1st sg (epic)προσδιαπρά̱ξομαι, προσδιαπράσσωachieve: aor subj mid 1st sg (epic)προσδιαπρά̱ξομαι, προσδιαπράσσωachieve: fut ind mid 1st sg
См. также в других словарях:
προσδιαπράσσω — αττ. τ. προσδιαπράττω Α εκτελώ κάτι επί πλέον. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + διαπράσσω «διεκπεραιώνω»] … Dictionary of Greek
προσδιαπράξομαι — προσδιαπράσσω achieve aor subj mid 1st sg (epic) προσδιαπράσσω achieve fut ind mid 1st sg προσδιαπράσσω achieve aor subj mid 1st sg (epic) προσδιαπρά̱ξομαι , προσδιαπράσσω achieve aor subj mid 1st sg (epic) προσδιαπρά̱ξομαι , προσδιαπράσσω… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)