-
121 προσκατέπηξε
πρός, κατά-ἐφήκωto have arrived: aor ind act 3rd sg (ionic)πρός, κατά-πήσσωAër.aor ind act 3rd sgπρόσ-καταπήγνυμιstick fast: aor ind act 3rd sg -
122 προσξυνθερμαίνει
πρός, σύν-θερμαίνωwarm: pres ind mp 2nd sgπρός, σύν-θερμαίνωwarm: pres ind act 3rd sg -
123 προσπαρακείμεναι
πρός, παρά-ἀκέωpres inf act (epic)πρός, παρά-κέωto lie down: pres inf act (epic)πρόσ-παράκειμαιlie beside: perf part mp fem nom /voc plπρόσ-παράκειμαιlie beside: pres part mp fem nom /voc pl -
124 προσπαραμεμυθημένων
πρός, παρά-μυθέωspeak: perf part mp fem gen plπρός, παρά-μυθέωspeak: perf part mp masc /neut gen plπροσπαραμεμῡθημένων, πρόσ-παραμυθέομαιencourage: perf part mp fem gen plπροσπαραμεμῡθημένων, πρόσ-παραμυθέομαιencourage: perf part mp masc /neut gen pl -
125 προσσυλλέγοντες
πρός, σύν-λέγω 1lay: pres part act masc nom /voc plπρός, σύν-λέγω 3lay: pres part act masc nom /voc plπρόσ-συλλέγωbring together: pres part act masc nom /voc pl -
126 προσυποθήσομαι
πρός, ὑπό-ὀθέωaor subj mid 1st sg (epic)πρός, ὑπό-ὀθέωfut ind mid 1st sgπρόσ-ὑποθέωmake a secret attack: aor subj mid 1st sg (epic)πρόσ-ὑποθέωmake a secret attack: fut ind mid 1st sgπροσῡποθήσομαι, πρόσ-ὑποθέωmake a secret attack: futperf ind mp 1st sgπρόσ-ὑποτίθημιplace under: fut ind mid 1st sg -
127 προσυπόθου
πρός, ὑπό-ὄθομαιtake heed: pres imperat mp 2nd sg (attic epic doric)πρός, ὑπό-ὄθομαιtake heed: imperf ind mp 2nd sg (attic epic doric)πρόσ-ὑποτίθημιplace under: aor imperat mid 2nd sg (attic epic doric)πρόσ-ὑποτίθημιplace under: aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) -
128 προσέμβρεχε
πρός, ἐν-βρέχωAcut. (Sp.)pres imperat act 2nd sgπρός, ἐν-βρέχωAcut. (Sp.)imperf ind act 3rd sg (homeric ionic)
См. также в других словарях:
προς — πρός ΝΜΑ, επικ. τ. προτί, κρητ. τ. πορτί, αργείος τ. προτ(ί), παμφυλιακός τ. περτ(ί), αιολ. τ. πρές Α (πρόθεση, κύρια, μονοσύλλαβη, η οποία, γενικά, συντάσσεται με γενική, δοτική και αιτιατική και δηλώνει την από τόπου κίνηση, τη στάση σε τόπο… … Dictionary of Greek
πρός — on the side of indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προς — πρόθεση που σημαίνει τη διεύθυνση· έχει επίσης και την έννοια του περίπου χρονικά ή τοπικά. Ήρθε προς το βράδυ. – Πήγαινε προς την Kαβάλα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Πρὸς τὸ πάθος καὶ ἡ ἔμπλαστρος. — πρὸς τὸ πάθος καὶ ἡ ἔμπλαστρος. См. По ране и пластырь … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Πρὸς τὰ σάκκια μερίζει ὁ θεὸς τὴν κρυάδα. — См. Бог по силе крест налагает … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Πρὸς Κρῆτα κρητίζειν. — См. Нанималась лиса на птичий двор, беречь от коршуна … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Επιστολή προς Εβραίους — Μία από τις επιστολές του Αποστόλου Παύλου η οποία σώζεται στον κανόνα της Καινής Διαθήκης. Είναι ιδιότυπη ως προς το περιεχόμενο, τη μορφή και τη γλώσσα και γι’ αυτό η πατρότητά της αμφισβητήθηκε. Ωστόσο, η ομοιότητα της διδασκαλίας της με τη… … Dictionary of Greek
Ἐμποδών πρὸς τὸ συμφέρον. — ἐμποδών πρὸς τὸ συμφέρον. См. Не быть бы счастью, да несчастье помогло … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ἔπος πρὸς ἔπος. — ἔπος πρὸς ἔπος. См. Слово за словом … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Χαλεπὸν μέν ἐστν, ὦ πολῖται, πρὸς γαστέρα λέγειν ὦτα οὐκ ἔχουσαν. — χαλεπὸν μέν ἐστν, ὦ πολῖται, πρὸς γαστέρα λέγειν ὦτα οὐκ ἔχουσαν. См. У брюха нет уха … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Εβραίους, επιστολή προς- — Μία από τις επιστολές του Αποστόλου Παύλου, γραμμένη σε εξαιρετικά γλαφυρό ύφος. Εξαιτίας της ιδιομορφίας της ως προς το περιεχόμενο, τη μορφή και τη γλώσσα, αμφισβητήθηκε η προέλευσή της καθώς και ο χρόνος της συγγραφής της. Παρ’ όλα αυτά, η… … Dictionary of Greek