Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

προς

  • 101 προσεπικεκαμμέναι

    πρός, ἐπί-κάπτω
    gulp down: perf part mp fem nom /voc pl
    προσεπικεκαμμένᾱͅ, πρός, ἐπί-κάπτω
    gulp down: perf part mp fem dat sg (doric aeolic)

    Morphologia Graeca > προσεπικεκαμμέναι

  • 102 προσεπιλέγειν

    πρός, ἐπί-λέγω 1
    lay: pres inf act (attic epic)
    πρός, ἐπί-λέγω 3
    lay: pres inf act (attic epic)
    πρόσ-ἐπιλέγω
    say in connexion with: pres inf act (attic epic)

    Morphologia Graeca > προσεπιλέγειν

  • 103 προσεπιλέγεις

    πρός, ἐπί-λέγω 1
    lay: pres ind act 2nd sg
    πρός, ἐπί-λέγω 3
    lay: pres ind act 2nd sg
    πρόσ-ἐπιλέγω
    say in connexion with: pres ind act 2nd sg

    Morphologia Graeca > προσεπιλέγεις

  • 104 προσεπιλέγοντες

    πρός, ἐπί-λέγω 1
    lay: pres part act masc nom /voc pl
    πρός, ἐπί-λέγω 3
    lay: pres part act masc nom /voc pl
    πρόσ-ἐπιλέγω
    say in connexion with: pres part act masc nom /voc pl

    Morphologia Graeca > προσεπιλέγοντες

  • 105 προσεπιλέγων

    πρός, ἐπί-λέγω 1
    lay: pres part act masc nom sg
    πρός, ἐπί-λέγω 3
    lay: pres part act masc nom sg
    πρόσ-ἐπιλέγω
    say in connexion with: pres part act masc nom sg

    Morphologia Graeca > προσεπιλέγων

  • 106 προσεπιμάσσεται

    πρός, ἐπί-ἱμάσσω
    flog: aor subj mid 3rd sg (attic epic doric ionic aeolic parad-form prose)
    πρός, ἐπί-ἱμάσσω
    flog: pres ind mp 3rd sg (ionic)
    πρόσ-ἐπιμάσσομαι
    pres ind mp 3rd sg
    πρόσ-ἐπιμαίομαι
    strive after: aor subj mid 3rd sg (epic)

    Morphologia Graeca > προσεπιμάσσεται

  • 107 προσεπιτίκτει

    πρός, ἐπί-τίκτω
    bring into the world: pres ind mp 2nd sg
    πρός, ἐπί-τίκτω
    bring into the world: pres ind act 3rd sg

    Morphologia Graeca > προσεπιτίκτει

  • 108 προσεποίου

    πρός, ἐπί-οἴομαι
    forebode: pres imperat mp 2nd sg (attic epic doric)
    πρός, ἐπί-οἴομαι
    forebode: imperf ind mp 2nd sg (attic epic doric)
    πρόσ-ποιόω
    make of a certain quality: imperf ind act 3rd sg

    Morphologia Graeca > προσεποίου

  • 109 προσεποίσειε

    πρός, ἐπί-ὀίζω
    cry: aor opt act 3rd sg
    προσεποΐσειε, πρός, ἐπί-ὀίζω
    cry: aor opt act 3rd sg
    πρόσ-ἐποίζω
    lament over: aor opt act 3rd sg
    προσεποΐσειε, πρόσ-ἐποίζω
    lament over: aor opt act 3rd sg

    Morphologia Graeca > προσεποίσειε

  • 110 προσεπέλεγε

    πρός, ἐπί-λέγω 1
    lay: imperf ind act 3rd sg
    πρός, ἐπί-λέγω 3
    lay: imperf ind act 3rd sg
    πρόσ-ἐπιλέγω
    say in connexion with: imperf ind act 3rd sg

    Morphologia Graeca > προσεπέλεγε

  • 111 προσεπέστιχε

    πρός, ἐπί-στίζω
    tattoo: perf imperat act 2nd sg
    πρός, ἐπί-στίζω
    tattoo: perf ind act 3rd sg
    πρόσ-ἐπιστείχω
    approach: aor ind act 3rd sg

    Morphologia Graeca > προσεπέστιχε

  • 112 προσερρίζου

    πρός, ἐν-ῥιζόω
    cause to strike root: pres imperat act 2nd sg
    πρός, ἐν-ῥιζόω
    cause to strike root: imperf ind act 3rd sg (homeric ionic)
    πρόσ-ῥιζόω
    cause to strike root: imperf ind act 3rd sg

    Morphologia Graeca > προσερρίζου

  • 113 προσεσσύμενον

    πρός, εἰσ-σεύω
    put in quick motion: aor part mid masc acc sg (epic)
    πρός, εἰσ-σεύω
    put in quick motion: aor part mid neut nom /voc /acc sg (epic)
    πρόσ-σεύω
    put in quick motion: perf part mid masc acc sg
    πρόσ-σεύω
    put in quick motion: perf part mid neut nom /voc /acc sg
    πρόσ-σεύω
    put in quick motion: pres part mid masc acc sg
    πρόσ-σεύω
    put in quick motion: pres part mid neut nom /voc /acc sg
    πρόσ-σεύω
    put in quick motion: perf part mp masc acc sg
    πρόσ-σεύω
    put in quick motion: perf part mp neut nom /voc /acc sg

    Morphologia Graeca > προσεσσύμενον

  • 114 προσεστέλλετο

    πρός, εἰσ-τέλλω
    accomplish: aor ind mid 3rd sg (homeric ionic)
    πρός, εἰσ-τέλλω
    accomplish: imperf ind mp 3rd sg (homeric ionic)
    πρόσ-στέλλω
    make ready: aor ind mid 3rd sg
    πρόσ-στέλλω
    make ready: imperf ind mp 3rd sg

    Morphologia Graeca > προσεστέλλετο

  • 115 προσηνόν

    πρός, ἀνά-εἰμί
    sum: pres part act masc voc sg
    πρός, ἀνά-εἰμί
    sum: pres part act neut nom /voc /acc sg

    Morphologia Graeca > προσηνόν

  • 116 προσκατασπείρει

    πρός, κατά-σπειράομαι
    to be coiled: pres imperat act 2nd sg (attic epic ionic)
    πρός, κατά-σπειράομαι
    to be coiled: imperf ind act 3rd sg (attic epic ionic)
    πρόσ-κατασπείρω
    sow: aor subj act 3rd sg (epic)
    πρόσ-κατασπείρω
    sow: pres ind mp 2nd sg
    πρόσ-κατασπείρω
    sow: pres ind act 3rd sg
    πρόσ-κατασπειράω
    scattered: pres imperat act 2nd sg (attic epic ionic)
    πρόσ-κατασπειράω
    scattered: imperf ind act 3rd sg (attic epic ionic)

    Morphologia Graeca > προσκατασπείρει

  • 117 προσκατελέχθησαν

    πρός, κατά-λέγω 2
    pick up: aor ind pass 3rd pl
    πρός, κατά-λέγω 3
    lay: aor ind pass 3rd pl

    Morphologia Graeca > προσκατελέχθησαν

  • 118 προσκατενόουν

    πρός, κατά-νοόω
    convert into pure Intelligence: imperf ind act 3rd pl
    πρός, κατά-νοόω
    convert into pure Intelligence: imperf ind act 1st sg
    πρόσ-κατανοέω
    observe well: imperf ind act 3rd pl (attic epic doric)
    πρόσ-κατανοέω
    observe well: imperf ind act 1st sg (attic epic doric)

    Morphologia Graeca > προσκατενόουν

  • 119 προσκατεπείσθης

    πρός, κατά, ἐπί, εἰσ-θάω
    pres ind act 2nd sg
    πρός, κατά, ἐπί, εἰσ-θάω
    imperf ind act 2nd sg (homeric ionic)
    πρόσ-καταπείθω
    persuade: aor ind pass 2nd sg

    Morphologia Graeca > προσκατεπείσθης

  • 120 προσκατέλυε

    πρός, κατά-ἐλύω
    roll round: pres imperat act 2nd sg (attic epic doric ionic aeolic parad-form prose)
    πρός, κατά-ἐλύω
    roll round: imperf ind act 3rd sg (homeric ionic)
    πρόσ-καταλύω
    put down: imperf ind act 3rd sg (epic)
    προσκατέλῡε, πρόσ-καταλύω
    put down: imperf ind act 3rd sg

    Morphologia Graeca > προσκατέλυε

См. также в других словарях:

  • προς — πρός ΝΜΑ, επικ. τ. προτί, κρητ. τ. πορτί, αργείος τ. προτ(ί), παμφυλιακός τ. περτ(ί), αιολ. τ. πρές Α (πρόθεση, κύρια, μονοσύλλαβη, η οποία, γενικά, συντάσσεται με γενική, δοτική και αιτιατική και δηλώνει την από τόπου κίνηση, τη στάση σε τόπο… …   Dictionary of Greek

  • πρός — on the side of indeclform (prep) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προς — πρόθεση που σημαίνει τη διεύθυνση· έχει επίσης και την έννοια του περίπου χρονικά ή τοπικά. Ήρθε προς το βράδυ. – Πήγαινε προς την Kαβάλα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Πρὸς τὸ πάθος καὶ ἡ ἔμπλαστρος. — πρὸς τὸ πάθος καὶ ἡ ἔμπλαστρος. См. По ране и пластырь …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Πρὸς τὰ σάκκια μερίζει ὁ θεὸς τὴν κρυάδα. — См. Бог по силе крест налагает …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Πρὸς Κρῆτα κρητίζειν. — См. Нанималась лиса на птичий двор, беречь от коршуна …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Επιστολή προς Εβραίους — Μία από τις επιστολές του Αποστόλου Παύλου η οποία σώζεται στον κανόνα της Καινής Διαθήκης. Είναι ιδιότυπη ως προς το περιεχόμενο, τη μορφή και τη γλώσσα και γι’ αυτό η πατρότητά της αμφισβητήθηκε. Ωστόσο, η ομοιότητα της διδασκαλίας της με τη… …   Dictionary of Greek

  • Ἐμποδών πρὸς τὸ συμφέρον. — ἐμποδών πρὸς τὸ συμφέρον. См. Не быть бы счастью, да несчастье помогло …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Ἔπος πρὸς ἔπος. — ἔπος πρὸς ἔπος. См. Слово за словом …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Χαλεπὸν μέν ἐστν, ὦ πολῖται, πρὸς γαστέρα λέγειν ὦτα οὐκ ἔχουσαν. — χαλεπὸν μέν ἐστν, ὦ πολῖται, πρὸς γαστέρα λέγειν ὦτα οὐκ ἔχουσαν. См. У брюха нет уха …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Εβραίους, επιστολή προς- — Μία από τις επιστολές του Αποστόλου Παύλου, γραμμένη σε εξαιρετικά γλαφυρό ύφος. Εξαιτίας της ιδιομορφίας της ως προς το περιεχόμενο, τη μορφή και τη γλώσσα, αμφισβητήθηκε η προέλευσή της καθώς και ο χρόνος της συγγραφής της. Παρ’ όλα αυτά, η… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»