Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

προς-όδιος

См. также в других словарях:

  • οδός — Ο όρος υποδηλώνει συνοπτικά μία ζώνη εδάφους η οποία έχει προετοιμαστεί κατάλληλα για να διευκολύνει τη μεταφορά πεζών και οχημάτων και για να εξυπηρετεί τις μεταφορές και τη συγκοινωνία μεταξύ των διάφορων σημείων μιας περιοχής ή ενός οικισμού.… …   Dictionary of Greek

  • προσόδιος — ον, και δωρ. τ. ουδ. ποθόδιον Α 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πρόσοδο, στην πανηγυρική πομπή, ο τελετουργικός («ὕμνοι προσόδιοι», Φίλ.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ προσόδιον ή ποθόδιον (ενν. μέλος) άσμα που έψαλλαν με ρυθμικές κινήσεις και με… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»