Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

προπομπή

См. также в других словарях:

  • προπομπή — sending forward fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προπομπῇ — προπομπέω conduct as pres subj mp 2nd sg προπομπέω conduct as pres ind mp 2nd sg προπομπέω conduct as pres subj act 3rd sg προπομπή sending forward fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προπομπή — η, ΝΜΑ [προπέμπω] το να συνοδεύει κανείς κάποιον που αποχωρεί, ξεπροβόδισμα («ἀπέπεμψαν αὐτὸν οἴκαδε προπομπὴν δόντες μεγαλοπρεπῆ», Ξεν.) μσν. αρχ. πομπή και, ειδικότερα: α) στρατιωτική ή εορταστική παρέλαση β) λιτανεία γ) νεκρώσιμη πομπή αρχ. η… …   Dictionary of Greek

  • προπομπή — η 1. αποστολή από πριν. 2. το ξεπροβόδισμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προπομπαῖς — προπομπή sending forward fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προπομπαί — προπομπή sending forward fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προπομπήν — προπομπή sending forward fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προπομπά — προπομπά̱ , προπομπή sending forward fem nom/voc/acc dual προπομπά̱ , προπομπή sending forward fem nom/voc sg (doric aeolic) προπομπός escorting neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • предпровождение — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  (προπομπή) торжественный вход, предшествие народа, за… …   Словарь церковнославянского языка

  • провождение — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  (προπομπή) торжественная процесия …   Словарь церковнославянского языка

  • κατευόδωμα — το (Μ κατευόδωμα[ν] και καταυόδωμα[ν]) [κατευοδώνω] 1. η ενέργεια τού κατευοδώνω, το ξεπροβόδισμα κάποιου που φεύγει, η προπομπή κάποιου με ευχές 2. κατευόδωση, επιτυχία, αίσια έκβαση, ευδοκίμηση μσν. 1. καθοδήγηση, κανόνας ζωής 2. κατόρθωμα,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»