-
1 προορίζω
[прооризо] р. предназначать, определять, назначать.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > προορίζω
-
2 предназначать
προορίζω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > предназначать
-
3 предназначать
-
4 назначить
ρ.σ.μ.1. καθορίζω, ορίζω, προσδιορίζω•назначить день отъезда ορίζω τη μέρα αναχώρησης•
назначить свидание ορίζω συνάντηση•
назначить цену ορίζω την τιμή•
назначить срок καθορίζω προθεσμία•
назначить собрание προσδιορίζω συνέλευση•
назначить себе преемника ορίζω διάδοχο μου.
2. προορίζω•назначить сына в военную службу προορίζω το γ ιό για στρατιωτικό.
3. διορίζω•назначить на пост министра διορίζω υπουργό.
|| αναθέτω•ему -ли несложную работу του ανάθεσαν ελαφρά δουλειά.
4. συσταίνω, υποδείχνω (για φάρμακα, θεραπεία κ.τ.τ.).5. προκαθορίζω. -
5 предназначать
предназн||ачатьнесов προορίζω. -
6 прочить
прочитьнесов (предназначать кого-л., что-л.) προορίζω:учитель прочил ученику́ большую будущность ὁ δάσκαλος πρόβλεπε πώς ὁ μαθητής θά ἔχει εὐ-ρύ μέλλον. -
7 бронировать
-рую (-рую), -руешь (-руешь), ρ.δ.κ.σ.μ.1. θωρακίζω.2. προορίζω, εξασφαλίζω•бронировать места в вагоне для курортников εξασφαλίζω θέσεις στο βαγόνι για τους παραθεριστές.
1. θωρακίζομαι.2. προορίφμαι, εξασφαλίζομαι. -
8 предназначить
ρ.σ.μ. προορίζω. -
9 предначертать
ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. предначертанный, βρ: -тан, -а, -оπροαποφασίζω, προορίζω, προδιαγράφω το πεπρωμένο. -
10 рассчитать
-аю, -аешъ, παθ. μτχ. παρλθ. рассчитанный, βρ: -тан, -а, -о ρ.σ.μ.1. υπολογίζω, λογαριάζω•-ай, сколько выйдет на каждого λογάριασε, πόσο πέφτει στον καθένα•
рассчитать стоимость товара λογαριάζω την αξία του εμπορεύματος•
всё было -о όλα υπολογίστηκαν.
|| προορίζω•книга -а для детей το βιβλίο είναι για παιδιά.
2. εξοφλώ (τον απολυόμενο)•рассчитать рабочего εξοφλώ τον εργάτη.
3. αριθμώ κατά τη (γυμναστική) σύνταξη.1. ξεπλερώ-νω, εξοφλώ•рассчитать с долгами ξοφλώ με τα χρέη.
2. απολύομαι, εξοφλώ οικονομικά με τον εργοδότη.3. μτφ. ανταποδίδω, εκδικούμαι, ξεκαθαρίζω τους λογαριασμούς.4. αριθμώ, μετρώ (κατά τη σύνταξη)•рассчитать по порядку номеров μετρώ κατ αύξοντα αριθμό.
См. также в других словарях:
προορίζω — προορίζω, προόρισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
προορίζω — ΝΜΑ [ὁρίζω] ορίζω εκ τών προτέρων για έναν σκοπό, αποφασίζω από πριν, προαποφασίζω, κανονίζω από πριν, προδιαγράφω (α. «προορίζει τον γιο του για γιατρό» β. «ὅσα ἡ χείρ σου καὶ ἡ βουλή σου προώρισε γενέσθαι», ΚΔ γ. «ἡμέραν προορίσαι, Ηλιόδ.) ||… … Dictionary of Greek
προορίζω — προόρισα, προορίστηκα, προορισμένος, ορίζω από πριν, έχω κάποιον προορισμό: Τα εμπορεύματα προορίζονται για το εξωτερικό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προορίσει — προορίζω determine beforehand aor subj act 3rd sg (epic) προορίζω determine beforehand fut ind mid 2nd sg προορίζω determine beforehand fut ind act 3rd sg προορίσει , προορίζω determine beforehand aor subj act 3rd sg (epic) προορίσει , προορίζω… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προοριζόμεθα — προορίζω determine beforehand pres ind mp 1st pl προοριζόμεθα , προορίζω determine beforehand pres ind mp 1st pl προορίζω determine beforehand imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) προοριζόμεθα , προορίζω determine beforehand imperf ind mp 1st pl… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προορισθέντα — προορίζω determine beforehand aor part pass neut nom/voc/acc pl προορίζω determine beforehand aor part pass masc acc sg προορισθέντα , προορίζω determine beforehand aor part pass neut nom/voc/acc pl προορισθέντα , προορίζω determine beforehand… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προορισάμενον — προορίζω determine beforehand aor part mid masc acc sg προορίζω determine beforehand aor part mid neut nom/voc/acc sg προορισάμενον , προορίζω determine beforehand aor part mid masc acc sg προορισάμενον , προορίζω determine beforehand aor part… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προορίζει — προορίζω determine beforehand pres ind mp 2nd sg προορίζω determine beforehand pres ind act 3rd sg προορίζει , προορίζω determine beforehand pres ind mp 2nd sg προορίζει , προορίζω determine beforehand pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προορίσαι — προορίζω determine beforehand aor inf act προορίσαῑ , προορίζω determine beforehand aor opt act 3rd sg προορίσαι , προορίζω determine beforehand aor inf act προορίσαῑ , προορίζω determine beforehand aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προορίσαντα — προορίζω determine beforehand aor part act neut nom/voc/acc pl προορίζω determine beforehand aor part act masc acc sg προορίσαντα , προορίζω determine beforehand aor part act neut nom/voc/acc pl προορίσαντα , προορίζω determine beforehand aor… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προοριζομένη — προορίζω determine beforehand pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) προοριζομένη , προορίζω determine beforehand pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)