-
1 προμεθυσκομαι
ранее опьяняться вином
См. также в других словарях:
προμεθύσκομαι — Α μεθώ εκ τών προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + μεθύσκω, ομαι «μεθώ»] … Dictionary of Greek
1 προμεθυσκομαι
προμεθύσκομαι — Α μεθώ εκ τών προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + μεθύσκω, ομαι «μεθώ»] … Dictionary of Greek