Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

προμαντεύω

См. также в других словарях:

  • προμαντεύω — ΝΜΑ 1. μαντεύω τα μέλλοντα να συμβούν, προφητεύω νεοελλ. προαισθάνομαι αρχ. μέσ. προμαντεύομαι α) προμαντεύω β) προβλέπω («εὐθὺς οἱ ἄνθρωποι τὸν ὄλεθρον τῷ Δρούσῳ ἐξ αὐτοῡ τούτου προεμαντεύσαντο», Ευρ.) γ) συμβουλεύομαι το μαντείο προηγουμένως …   Dictionary of Greek

  • προμαντεύω — προμάντεψα 1. προλέγω, προφητεύω για όσα πρόκειται να συμβούν. 2. προαισθάνομαι: Προμάντευε η ψυχή του το κακό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προκαταμαντεύομαι — Α προμαντεύω, προφητεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + καταμαντεύομαι «προλέγω, προμαντεύω»] …   Dictionary of Greek

  • προοττεύομαι — Μ προορώ, προμαντεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ὀττεύομαι «προαισθάνομαι, προμαντεύω»] …   Dictionary of Greek

  • απρομάντευτος — η, ο αυτός που δεν προμαντεύθηκε ή δεν μπορεί κανείς να προμαντεύσει. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + προμαντεύω. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • εποιωνίζομαι — ἐποιωνίζομαι (Α) προμηνύω, προμαντεύω …   Dictionary of Greek

  • καταμαντεύομαι — (Α) 1. προλέγω εναντίον κάποιου ή για κάποιον κάτι 2. προιωνίζομαι, προμαντεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + μαντεύομαι «προλέγω»] …   Dictionary of Greek

  • κατοιωνίζομαι — (Α) εκλαμβάνω κάτι ως οιωνό. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + οἰωνίζομαι «προμαντεύω κάτι παρατηρώντας τους οιωνούς»] …   Dictionary of Greek

  • μαντεύω — (AM μαντεύω, Α και μαντεύομαι, Μ και μαντεύγω) [μάντης] 1. προλέγω τα μέλλοντα ή αποκαλύπτω τα άγνωστα, χρησμοδοτώ, προφητεύω (α. «τί μοι θάνατον μαντεύεται», Ομ. Ιλ. β. «φήμην ἀγαθὴν μαντεύομαι», Πλάτ.) 2. εικάζω, πιθανολογώ, προμαντεύω,… …   Dictionary of Greek

  • μετοιωνίζομαι — (Α) μεταβάλλω οιωνό και τόν καθιστώ ευνοϊκό ή παρέχω πιο αίσιους οιωνούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + οἰωνίζομαι «προμαντεύω κάτι παρατηρώντας τους οιωνούς»] …   Dictionary of Greek

  • οίομαι — οἴομαι, επικ. τ. ὀΐομαι, συνηρ. τ. οἶμαι και ενεργ. τ. οἴω, επικ. τ. ὀΐω, λακων. τ. οἰῶ (Α) 1. προαισθάνομαι, προμαντεύω, προβλέπω («γόον δ ὠΐετο θυμός», Ομ. Οδ.) 2. προσδοκώ, περιμένω να συμβεί κάτι 3. υποπτεύομαι, υποψιάζομαι («ἦ τινά που δόλον …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»