Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

προλαμβάνω

См. также в других словарях:

  • προλαμβάνω — προλαμβάνω, πρόλαβα βλ. πίν. 165 Σημειώσεις: προλαβαίνω – προλαμβάνω, προλαμβάνομαι : τα δύο ρ. έχουν ως κοινή την έννοια → εμποδίζω, με έγκαιρη παρέμβαση, να γίνει κάτι δυσάρεστο. Μ αυτή την έννοια απαντάται και η παθητική φωνή προλαμβάνομαι. Ο… …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • προλαμβάνω — take pres subj act 1st sg προλαμβάνω take pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προλαμβάνω — ΝΜΑ, και προλαβαίνω Ν 1. λαμβάνω κάτι πριν από κάποιον ή κάτι άλλο, λαμβάνω πρώτος (α. «προλαμβάνω τον μισθό μου» β. «προλαμβάνειν γάλα μετὰ μέλιτος», επιγρ.) 2. (η μτχ. ενεργ. αορ. ως ουσ.) προλαβών, ούσα, όν ο προηγούμενος νεοελλ. 1. φθάνω… …   Dictionary of Greek

  • προλαμβάνετε — προλαμβάνω take pres imperat act 2nd pl προλαμβάνω take pres ind act 2nd pl προλαμβάνω take imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προλαμβάνῃ — προλαμβάνω take pres subj mp 2nd sg προλαμβάνω take pres ind mp 2nd sg προλαμβάνω take pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προλαβόν — προλαμβάνω take aor part act masc voc sg προλαμβάνω take aor part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προλαβόντα — προλαμβάνω take aor part act neut nom/voc/acc pl προλαμβάνω take aor part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προλαβόντων — προλαμβάνω take aor part act masc/neut gen pl προλαμβάνω take aor imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προλαμβανομένων — προλαμβάνω take pres part mp fem gen pl προλαμβάνω take pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προλαμβανόμενον — προλαμβάνω take pres part mp masc acc sg προλαμβάνω take pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προλαμβανόντων — προλαμβάνω take pres part act masc/neut gen pl προλαμβάνω take pres imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»