-
1 προκρατέω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προκρατέω
-
2 προκρατήσαν
-
3 προκρατῆσαν
-
4 προκρατούντος
-
5 προκρατοῦντος
-
6 προκρατήσασα
προκρατήσᾱσα, προκρατέωseize beforehand: aor part act fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
7 προκρατήσασαν
προκρατήσᾱσαν, προκρατέωseize beforehand: aor part act fem acc sg (attic epic ionic)
См. также в других словарях:
προκρατοῦντος — προκρατέω seize beforehand pres part act masc/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκρατῆσαν — προκρατέω seize beforehand aor part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκρατήσασα — προκρατήσᾱσα , προκρατέω seize beforehand aor part act fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκρατήσασαν — προκρατήσᾱσαν , προκρατέω seize beforehand aor part act fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)