-
1 προκαίω
A burn before, in [voice] Pass., to be lighted before, of fires, f.l. in X.An.7.2.18; to be burnt first, [tense] aor.subj. - καῇ (v.l. -καυθῇ) Aët. 15.14.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προκαίω
-
2 προκεκαυμένον
προκαίωburn before: perf part mp masc acc sgπροκαίωburn before: perf part mp neut nom /voc /acc sg -
3 προκαυθείσης
προκαίωburn before: aor part pass fem gen sg (attic epic ionic) -
4 προκαίειν
προκαίωburn before: pres inf act (attic epic) -
5 προκαή
-
6 προκαῇ
-
7 προκάων
προκά̱ων, προκαίωburn before: pres part act masc nom sg (attic)
См. также в других словарях:
προκαίω — Α 1. καίω, ανάβω εκ τών προτέρων 2. παθ. προκαίομαι (για φωτιά) ανάβω εκ τών προτέρων … Dictionary of Greek
προκεκαυμένον — προκαίω burn before perf part mp masc acc sg προκαίω burn before perf part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκαυθείσης — προκαίω burn before aor part pass fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκαῇ — προκαίω burn before aor subj pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκαίειν — προκαίω burn before pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καίω — και καίγω και κάβω και κάβγω (AM καίω, Α και αττ. τ. κάω) 1. βάζω φωτιά σε κάτι, καταστρέφω κάτι με φωτιά, αποτεφρώνω, απανθρακώνω («καίω ξύλα») 2. εκπέμπω μεγάλη θερμοκρασία («σήμερα καίει πολύ ο ήλιος») 3. πυρπολώ («οι μπουρλοτιέρηδες έκαψαν… … Dictionary of Greek
προκάων — προκά̱ων , προκαίω burn before pres part act masc nom sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)