Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

προκάνω

  • 1 προκάνω

    (αόρ. πρόκαμα и πρόκανα) 1. μετ., αμετ. успевать;

    δεν προκάνω τίς δουλειές — я не успеваю сделать свои дела;

    δεν πρόκανα το τραίνο он не успел к поезду;

    δεν προκάνω να τελειώσω — не успеть закончить;

    καλά πού πρόκανες και ήρθες хорошо, что ты успел прийти;
    2. μετ. догонять, настигать; τρέξε να τον -'εις беги, догони его

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > προκάνω

  • 2 προλαβαίνω

    (αόρ. (ε)πρόλαβα, παθ. αόρ. προλήφθηκα) 1. μετ.
    1) предупреждать, предотвращать; 2) предупреждать, предвосхищать; опережать;

    προλαβαίνω τα γεγονότα — опережать события;

    προλαβαίνω την επιθυμία — предупреждать желания;

    με προλάβατε σε... вымени опередили...;
    3) настигать, застигать; 2. μετ., αμετ. 1) находить время, успевать; δεν πρόλαβα να σού γράψω я не нашёл времени тебе написать; έχω πολλές δουλειές και δεν θα τίς προλάβω у меня много работы, и я не успею всё сделать; 2) см. προκάνω

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > προλαβαίνω

См. также в других словарях:

  • προκάνω — προκάνω, πρόκανα και πρόκαμα βλ. πίν. 164 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • προκάνω — Ν [κάνω] 1. προλαβαίνω, προφθάνω («δεν πρόκανα να τελειώσω τη δουλειά μου») 2. καταφθάνω κάποιον προπορευόμενο («άμα βιαστείς λίγο, θα τόν προκάνεις») …   Dictionary of Greek

  • προκάνω — πρόκανα, προλαβαίνω, προφταίνω: Δεν πρόκανε να τον σώσει από τον πνιγμό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κάνω — και κάμνω (AM κάμνω, Μ και κάνω) κατασκευάζω, δημιουργώ, φτειάχνω (α. «δεν τήν έκανες καλά τη βιβλιοθήκη» β. «οὐδ ἄνδρες νηῶν ἔνι τέκτονες, οἵ κε κάμοιεν νῆας ἐϋσσέλμους», Ομ. Οδ.) νεοελλ. 1. επιχειρώ κάτι, προσπαθώ ή αρχίζω μια ενέργεια (α.… …   Dictionary of Greek

  • φθάνω — ΝΜΑ, και φτάνω Ν, και φθάζω ΜΑ 1. (για πρόσ. και πράγμ.) καταλήγω εκεί όπου κατευθύνομαι, έρχομαι κάπου (α. «τί ώρα θα φτάσουμε στο νησί;» β. «μέχρι εδώ φτάνει η μυρουδιά τών λουλουδιών» γ. «φθάσε σήμερον γοργὸν νὰ πᾷς στὸν μύλον», Πρόδρ. δ.… …   Dictionary of Greek

  • προλαβαίνω — πρόλαβα, προφταίνω, προκάνω, φτάνω ή ενεργώ έγκαιρα, πριν συμβεί κάτι: Δεν προλάβαμε το τρένο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φτάνω — έφτασα, φτασμένος 1. αμτβ., βρίσκομαι τελικά εκεί όπου πήγαινα ή όπου με πήγαν, στον προορισμό μου ή σε ορισμένο σημείο της διαδρομής μου, έρχομαι κάπου: Φτάσαμε στην Τήνο. 2. είμαι κοντά, κοντεύω να έρθω, πλησιάζω, προσεγγίζω: Σε λίγο φτάνει το… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»