-
1 вестибюль
-
2 передняя
-
3 преддверие
-я ουδ.1. (γραπ. λόγος) το πρόθυρο, ο χώρος μπροστά από την πόρτα.2. (ανατ.) προθάλαμος•преддверие в ушном лабиринте προθάλαμος (αίθουσα) του λαβύρινθου του αυτιού.
3. μτφ. τα πρόθυρα (οι παραμονές). -
4 преддверие
(анат) о προθάλαμος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > преддверие
-
5 тамбур
1. ж.-д. η εξέδρα του βαγονιού, ο διάδρομος/η εξέδρα επικοινωνίας των οχημάτων/βαγονιών 2. арх. о σπόνδυλος του κίονα 3. (пристройка у входных дверей, предохраняющая от проникновения в помещение наружного воздуха) о κλειστός χώρος μεταξύ εξωτερικής και εσωτερικής θύρας/πόρτας (του σπιτιού, της κατοικίας), ο χώρος εισόδου, ο προθάλαμοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > тамбур
-
6 холл
(помещение) о προθάλαμοςразг. το χωλ (ξεν.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > холл
-
7 вестибюль
вестибюльм ὁ προθάλαμος, ἡ είσοδος. -
8 передняя
передняяж ὁ προθάλαμος. -
9 предбанник
предбанникм ὁ προθάλαμος τοῦ λου-τροῦ. -
10 преддверие
преддвери||ес1. ὁ προθάλαμος, τά πρόθυρα·2. перен τό κατώφλι:в \преддвериеи στά πρόθυρα· в \преддвериеи гряду́Щих событий στά πρόθυρα τών γεγονότων πού Ερχονται. -
11 прихожая
прихожаяж ὁ προθάλαμος, τό χώλ. -
12 вестибюль
[βιστιμπγιούλ"] ουσ. α. προθάλαμος -
13 прихожая
[πριχόζαγια] ουσ. · θ. προθάλαμος, χολ -
14 вестибюль
[βιστιμπγιούλ"] ουσ α προθάλαμος -
15 прихожая
[πριχόζαγια] ουσ · θ. προθάλαμος, χολ -
16 аванзал
-а α.προθάλαμος. -
17 вестибюль
-я α.προθάλαμος, χωλ. -
18 передняя
-ей θ. προθάλαμος. -
19 предбанник
-а α.προθάλαμος του μπάνιου. -
20 предоперационный
επ.προχειρουργικός, πριν την εγχείριση•предоперационный период προχειρουργική περίοδος.
ουσ. θ. -ая προθάλαμος χειρουργείου.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
προθάλαμος — ο, Ν 1. ο χώρος πριν από τα κυρίως δωμάτια, χωλ 2. χώρος υποδοχής και αναμονής πριν από τις κυρίως αίθουσες σε δημόσιες υπηρεσίες, γραφεία, ιατρεία 3. (μηχανολ.) βοηθητικός θάλαμος που παρεμβάλλεται στους κινητήρες εσωτερικής καύσης μεταξύ τού… … Dictionary of Greek
προθάλαμος — ο πρόδομος, διάδρομος σπιτιού, χώρος αναμονής, χολ: Στον προθάλαμο του γιατρού περιμένουν πολλοί ασθενείς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πρόδομος — Χώρος στα σπίτια των αρχαίων, η πρώτη αίθουσα στην οποία έμπαινε ο επισκέπτης που ερχόταν από την αυλή. Oνομάζεται και προθάλαμος. Π. είχαν συνήθως τα σπίτια των Αθηναίων και Ρωμαίων που ήταν εύποροι. Ο π. αντιστοιχεί προς τον σύγχρονο διάδρομο,… … Dictionary of Greek
Νάουσα — I Πόλη (29.870 κάτ.) του νομού Ημαθίας, έδρα του ομώνυμου δήμου (22 637 κάτ.). Είναι χτισμένη στις ανατολικές υπώρειες του Βερμίου κάτω από την κορυφή Ντούρλια (2027 μ.), σε μέσο υψόμετρο 330 μ., δεσπόζει της μεγάλης πεδιάδας της Ημαθίας,… … Dictionary of Greek
αμφίθυρος — ἀμφίθυρος, ον (ΑΜ) 1. αυτός που έχει θύρα ή είσοδο και στις δύο πλευρές 2. (το ουδ. ως ουσ. στα Εκκλ.) τὸ ἀμφίθυρον α) προθάλαμος, πρόδομος β) (Εκκλ.) το παραπέτασμα που βρίσκεται μπροστά από τη θύρα τού ναού και ειδικά μπροστά από το Άγιο Βήμα… … Dictionary of Greek
αντίθυρος — ἀντίθυρος, ον (Α) 1. εκείνος που βρίσκεται απέναντι στην πόρτα 2. το ουδ. ως ουσ. το ἀντίθυρον προθάλαμος, πρόδομος 3. η πλευρά του δωματίου απέναντι στη θύρα … Dictionary of Greek
αντιθάλαμος — ο προθάλαμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αντι * + θάλαμος. Η λ. μαρτυρείται από το 1849 στον Θ. Παπάζογλου ως απόδοση του γαλλικού anti chambre) … Dictionary of Greek
αντικάμαρα — η αντιθάλαμος, προθάλαμος … Dictionary of Greek
θάλαμος — (Φυσ.). Ονομασία διάφορων συσκευών που περιλαμβάνουν έναν χώρο με πολύ συγκεκριμένες συνθήκες και περιεχόμενο και χρησιμοποιούνται για τη μελέτη των ιδιοτήτων των στοιχειωδών σωματιδίων (ηλεκτρονίων, πρωτονίων, νετρονίων κλπ.). Η μελέτη αυτή… … Dictionary of Greek
θέρμες — Χαρακτηριστικό ρωμαϊκό κτίριο ειδικά κατασκευασμένο για τις εγκαταστάσεις των λουτρών. Χρησίμευε ακόμα και ως τόπος συνάντησης της ρωμαϊκής κοινωνίας. Λουτρά υπήρχαν από τον 5o αι. π.Χ. και στην Ελλάδα (στην Ολυμπία, στη Δήλο κ.α.), όμως ο… … Dictionary of Greek
προ- — α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση πρό. Το προ συντίθεται με ονόματα, ρήματα και, σπανιότερα, με επιρρήματα και προσδίδει βασικά τη σημ. τής προτεραιότητας ως προς τον τόπο, τον χρόνο ή την τάξη … Dictionary of Greek