Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

προετοιμάζω

  • 1 προετοιμάζω

    [проэтимазо] р. приготовлять, подготовлять.

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > προετοιμάζω

  • 2 подготовить

    ρ.σ.μ.
    1. προετοιμάζω, προπαρασκευάζω, προκαταρτίζω προγυμνάζω•

    подготовить материал для работы προετοιμάζω το υλικό για τη δουλειά•

    подготовить лекцию προετοιμάζω διάλεξη•

    подготовить наступление προετοιμάζω επίθεση•

    подготовить к экзаменам προετοιμάζω για τις εξετάσεις.

    2. προδιαθέτω•

    подготовить родных к горестному известию προετοιμάζω τους συγγενείς για θλιβερή είδηση.

    προετοιμάζομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.

    Большой русско-греческий словарь > подготовить

  • 3 подготавливать

    1. (проводить предварительную работу для осуществления, выполнения чего-л) προετοιμάζω, προπαρασκευάζω 2. (давать необходимые знания, обучить) προετοιμάζω, καταρτίζω.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > подготавливать

  • 4 приготовить

    1. (привести в состояние готовности) (προ)ετοιμάζω 2. (настроить, расположить, подготовить к восприятию чего-л.) προετοιμάζω 3. (сделать, изготовить) φτιάχνω, παρασκευάζω 4. (заблаговременно заготовить) προετοιμάζω (προαιρετικά), προπαρασκευάζω 5. (выполнить, осуществить) ετοιμάζω.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > приготовить

  • 5 заготовить

    заготовить, заготовлять προετοιμάζω προμηθεύω (запасать)
    * * *
    = заготовлять
    προετοιμάζω; προμηθεύω ( запасать)

    Русско-греческий словарь > заготовить

  • 6 подготавливать

    подготавливать, подготовить προετοιμάζω \подготавливаться προετοιμάζομαι
    * * *
    = подготовить

    Русско-греческий словарь > подготавливать

  • 7 приготовить

    ρ.σ.
    1. προετοιμάζω, προπαρασκευάζω• ετοιμάζω. || καταρτίζω•

    приготовить к поступлению в институт προετοιμάζω για εισαγωγήστο Ινστιτούτο.

    2. προδιαθέτω, προϊδεάζω.
    3. φτιάχνω, παρασκευάζω•

    приготовить лекарство παρασκευάζω φάρμακο.

    || μαγειρεύω•

    приготовить обед ετοιμάζω το γεύμα.

    || εξασφαλίζω, εφοδιάζομαι•

    приготовить дрова к зиме ετοιμάζω καυσόξυλα για το χειμώνα.

    || κάνω•

    приготовить уроки ετοιμάζω τα μαθήματα.

    (προ)ετοιμάζομαι, (προ)παρασκευάζομαι• (προ)καταρτίζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > приготовить

  • 8 заправлять

    1. (приготовить к действию для работы, к использованию) προετοιμάζω για λειτουργία 2. (горючим) (αν)εφοδιάζω με καύσιμα.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > заправлять

  • 9 выпускать

    выпускать
    несов
    1. ἀφήνω, ἀφήνω νά βγῆ, ἀπολύω, ἀμολλάω/ χύνω (жидкость)! βγάζω (воздух):
    \выпускать на свободу ἀφήνω ἐλεύθερο·
    2. (учеников, специалистов) προετοιμάζω, ἐκπαιδεύω, ἐτοιμάζω·
    3. (из текста) ἀφαιρώ, παραλείπω·
    4. эк. ἐκδίδω (заем и т. ἡ.)/ παράγω, κατασκευάζω (тозары, продукцию):
    \выпускать деньги ἐκδίδω χαρτονομίσματά \выпускать товары на рынок βγάζω ἐμπορεύματα στήν ἀγορά·
    5. (из печати) δημοσιεύω, ἐκδίδω·
    6. (удлинять) μακραίνω, ἐπιμηκύνω· ◊ \выпускать из виду ἀφήνω νά μοῦ διαφύγει κάτι, λησμονώ, ξεχνώ.

    Русско-новогреческий словарь > выпускать

  • 10 заготавливать

    заготавливать
    несов (έν)αποθηκεύω, 4νω προμήθειες (закупать)! ἐφοδιάζομαι, προμηθεύομαι (продовольствие и т. ἡ.)/ ἐτοιμάζω, προετοιμάζω ἀδεια είσοδοι; (пропуск и т. п.).

    Русско-новогреческий словарь > заготавливать

  • 11 натаскивать

    натаскивать I
    несов (приносить в ко-ком-л. количестве) φέρνω, κουβαλώ. (
    натаскивать II
    несов
    1. (собсису) γυμνάζω·
    2. перен (человека) разг προγυμ-, νάζω:
    \натаскивать к экзамену προγυμνάζω γιά τί4 ἐξετάσεις, προετοιμάζω γιά τίς ἐξετάσεις.

    Русско-новогреческий словарь > натаскивать

  • 12 обставить

    обставить
    сов, обставлять несов
    1. (вокруг) περιβάλλω, περιστοιχίζω, τοποθετώ γύρω γύρω·
    2. (меблировать комнату и т. п.) ἐπιπλώνω·
    3. (организовать) προετοιμάζω, ὁργανώνω:
    торжественно \обставить встречу ὁργανώνω μέ ἐπισημότητα τήν ὑποδοχή·
    4. (обмануть) разг ἀπατῶ, ἐξαπατῶ.

    Русско-новогреческий словарь > обставить

  • 13 подготавливать

    подготавливать
    несов
    1. (προ)ετοιμάζω (тж. морально), (προπαρασκευάζω·
    2. (обучать) προετοιμάζω, προγυμνάζω.

    Русско-новогреческий словарь > подготавливать

  • 14 почва

    почв||а
    ж
    1. τό ἔδαφος, ἡ γή:
    болотистая \почва τό ἐλωδες, βαλτώδες ἔδαφος· гли́иистая \почва τό πηλώδες (άργιλλώδες) ἔδαφος· плодородная \почва τό γόνιμο ἔδαφος·
    2. перен τό ἔδαφος, ἡ βάσις:
    на-щу́пать \почвау ἀνιχνεύω, βολιδοσκοπώ· заранее подготовить \почвау προετοιμάζω, προλειαίνω τό ἔδαφος· терять \почвау под ногами μοῦ φεύγει τό ἔδαφος4, κάτω ἀπ' τά πόδια μου· выбивать \почвау из-под ног ἀφοπλίζω στή συζήτηση, στρυμώχνω στή συζήτηση· ◊ на \почвае чего-л. ἐξαιτίας, ἔνεκα, λόγω τοῦ.

    Русско-новогреческий словарь > почва

  • 15 приготавливать

    приготавливать
    несов
    1. προπαρασκευάζω, ἐτοιμάζω, προετοιμάζω·
    2. (пищу) μαγειρεύω, ἐτοιμάζω φαγητό.

    Русско-новогреческий словарь > приготавливать

  • 16 заготовить

    -влю, -вишь
    ρ.σ.μ.
    προετοιμάζω. || εξασφαλίζω, προμηθεύομαι, εφοδιάζομαι•

    заготовить дрова на зиму εξασφαλίζω καυσόξυλα για το χειμώνα.

    Большой русско-греческий словарь > заготовить

  • 17 обладать

    ρ.δ. (με δοτ.)
    1. κατέχω, είμαι κάτοχός, κύριος.
    2. έχω, εμφορούμαι• είμοα προικισμένος•

    обладать талантом έχω ταλέντο•

    обладать силой воли έχω ισχυρή θέληση•

    обладать голосом έχω καλή φωνή•

    обладать хорошим слухом έχω καλή ακοή.

    3. έχω γυναίκα, αγαπητικιά.
    εκφρ.
    обладать собой – είμαι εγκρατής, κυριαρχώ στον εαυτό μου.
    -ажу, -адишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. облаженный, βρ: -жен, -а, -о
    ρ.σ. (διαλκ.) διορθώνω, επισκευάζω• προετοιμάζω. || τακτοποιώ.
    τακτοποιούμαι•

    дело -лось η υπόθεση τακτοποιήθηκε.

    Большой русско-греческий словарь > обладать

  • 18 обставить

    -влю, -вишь
    ρ.σ.μ.
    1. περί,θέτω, περιβάλλω, περιστοιχίζω περιφράζω. || μτφ. (παρα)γεμιζω•, συμπληρώνω πλουτίζω.
    2. επιπλώνω•

    обставить квартиру επιπλώνω διαμέρισμα.

    || εφοδιάζω με σκηνικά κλπ. θεατρικά είδη.
    3. μτφ. οργανώνω, προετοιμάζω καλά•

    обставить празднование οργανώνω καλά το γιορτασμό.

    4. ξεπερνώ, υπερέχω, υπερτερώ, υπερβάλλω κάποιον.
    5. (για χαρτπ.) κερδίζω, νικώ, παίρνω.
    6. (εξ)απατώ.
    1. περιβάλλομαι, περ ιστό ιχίζομαι.
    2. επιπλώνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > обставить

  • 19 определить

    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. определенный, βρ: -лен, -лена, -лено.
    1. καθορίζω, προσδιορίζω•

    определить направление ветра προσδιορίζω την κατεύθυνση του άνεμου•

    обязанности каждого καθορίζω τις υποχρεώσεις του καθενός.

    || κάνω διάγνωση•

    определить болезнь κάνω διάγνωση της ασθένειας.

    (μαθ.) βρίσκω, λογαριάζω•

    определить треугольник, угол προσδιορίζω το τρίγωνο, τη γωνία.

    || διασαφηνίζω, διευκρινίζω, ξεδιαλύνω, ξεκαθαρίζω,
    2. χαρακτηρίζω, διατυπώνω, ορίζω, δίνω ορισμό•

    определить искусство δίνω τον ορισμό της Τέχνης.

    3. σημειώνω, διαγράφω•

    определить пунктиром линию раз-рза καθορίζω στικτώς τη γραμμή κοπής.

    4. καθιερώνω. || αποφασίζω, βγάζω απόφαση. || χορηγώ, παρέχω, δίνω. || μτφ. προετοιμάζω, προαποφασίζω, προκαθορίζω.
    5. διορίζω, τοποθετώ• ονομάζω• βάζω•

    его -ли в судьи τον ονόμασαν δικαστή•

    отец -ил сына в сапожника ο πατέρας έβαλε το γιο να μάθει τσαγκάρης.

    1. καθορίζομαι, προσδιορίζομαι• διασαφηνίζομαι, διευκρινίζομαι, ξεδιαλύνομαι, ξεκαθαρίζομαι. || σχηματίζομαι, διαμορφώνομαι πλήρως•

    характер -лся ο χαρακτήρας διαμορφώθηκε πλήρως.

    2. προσανατολίζομαι.
    3. κατατάσσομαι, τοποθετούμαι κρίνομαι• μπαίνω•

    -в военную службу μπαίνω στη στρατιωτική υπηρεσία•

    определить в пехоту κατατάσσομαι στο πεζικό•

    определить в команду корабля πιάνω δουλειά στο καράβι (γίνομαι μέλος του πληρώματος).

    Большой русско-греческий словарь > определить

  • 20 подковать

    -кую, -кушь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. подкованный, βρ: -ван, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. πεταλώνω, καλιγώνω•

    подковать лошадь πεταλώνω το άλογο.

    || καρφώνω, στερεώνω από κάτω μεταλλικό έλασμα.
    2. μτφ. εφοδιάζω, καταρτίζω, προετοιμάζω καλά.
    3. μτφ. (απλ.) εξαπατώ, κοροϊδεύω, γελώ.
    εφοδιάζομαι, καταρτίζομαι, προετοιμάζομαι καλά (για γνώσεις κλπ.)

    Большой русско-греческий словарь > подковать

См. также в других словарях:

  • προετοιμάζω — προετοιμάζω, προετοίμασα βλ. πίν. 35 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • προετοιμάζω — ΝΜΑ 1. ετοιμάζω κάτι από πριν, προπαρασκευάζω (α. «...προετοίμασαν το πραξικόπημα λεπτομερώς» β. «τὸ ἡμῑν αὐτοῑς τὴν ἀσφάλειαν προετοιμάσαι», Ιωάνν. Κατακ.) 2. προπαρασκευάζω, προδιαθέτω κάποιον για κάτι (α. «τόν προετοίμασα για να αντιμετωπίσει… …   Dictionary of Greek

  • προετοιμάζω — προετοίμασα, προετοιμάστηκα, προετοιμασμένος 1. ετοιμάζω κάτι από πριν, προπαρασκευάζω. 2. προδιαθέτω: Φρόντισε με τρόπο να τον προετοιμάσεις για το ταξίδι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προετοιμάσει — προετοιμάζω get ready beforehand aor subj act 3rd sg (epic) προετοιμάζω get ready beforehand fut ind mid 2nd sg προετοιμάζω get ready beforehand fut ind act 3rd sg προετοιμάσει , προετοιμάζω get ready beforehand aor subj act 3rd sg (epic)… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προετοιμασθέντα — προετοιμάζω get ready beforehand aor part pass neut nom/voc/acc pl προετοιμάζω get ready beforehand aor part pass masc acc sg προετοιμασθέντα , προετοιμάζω get ready beforehand aor part pass neut nom/voc/acc pl προετοιμασθέντα , προετοιμάζω get… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προετοιμασάντων — προετοιμάζω get ready beforehand aor part act masc/neut gen pl προετοιμάζω get ready beforehand aor imperat act 3rd pl προετοιμασάντων , προετοιμάζω get ready beforehand aor part act masc/neut gen pl προετοιμασάντων , προετοιμάζω get ready… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προετοιμάζει — προετοιμάζω get ready beforehand pres ind mp 2nd sg προετοιμάζω get ready beforehand pres ind act 3rd sg προετοιμάζει , προετοιμάζω get ready beforehand pres ind mp 2nd sg προετοιμάζει , προετοιμάζω get ready beforehand pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προετοιμάζοντι — προετοιμάζω get ready beforehand pres part act masc/neut dat sg προετοιμάζω get ready beforehand pres ind act 3rd pl (doric) προετοιμάζοντι , προετοιμάζω get ready beforehand pres part act masc/neut dat sg προετοιμάζοντι , προετοιμάζω get ready… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προετοιμάζουσι — προετοιμάζω get ready beforehand pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) προετοιμάζω get ready beforehand pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) προετοιμάζουσι , προετοιμάζω get ready beforehand pres part act masc/neut dat… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προετοιμάσησθε — προετοιμάζω get ready beforehand aor subj mid 2nd pl προετοιμάζω get ready beforehand aor subj act 2nd pl (epic) προετοιμάσησθε , προετοιμάζω get ready beforehand aor subj mid 2nd pl προετοιμάσησθε , προετοιμάζω get ready beforehand aor subj act… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προετοίμαζε — προετοιμάζω get ready beforehand pres imperat act 2nd sg προετοίμαζε , προετοιμάζω get ready beforehand pres imperat act 2nd sg προετοιμάζω get ready beforehand imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) προετοίμαζε , προετοιμάζω get ready beforehand… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»