-
1 προεργαζομαι
заранее делать, подготовлятьπ. τινι Her. — стараться для кого-л.;
τῷ σπόρῳ νεὸν π. Xen. — подготовлять целину для посева;τὰ προειργασμένα Thuc. — совершенные дела;ἥ προειργασμένη δόξα Xen. — ранее приобретенная слава -
2 προεργάζομαι
μετ. заранее делать, подготавливать
См. также в других словарях:
προεργάζομαι — ΝΑ επεξεργάζομαι ή κατεργάζομαι κάτι εκ τών προτέρων κατασκευάζω εκ τών προτέρων, κάτι νεοελλ. προπαρασκευάζω, προετοιμάζω, προκαταρτίζω αρχ. 1. (στη γεωργία) καλλιεργώ προηγουμένως 2. παθ. ολοκληρώνομαι προηγουμένως … Dictionary of Greek
προεργαζόμενον — προεργάζομαι work beforehand pres part mp masc acc sg προεργάζομαι work beforehand pres part mp neut nom/voc/acc sg προεργαζόμενον , προεργάζομαι work beforehand pres part mp masc acc sg (attic) προεργαζόμενον , προεργάζομαι work beforehand pres… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προεργασάμενον — προεργάζομαι work beforehand aor part mp masc acc sg προεργάζομαι work beforehand aor part mp neut nom/voc/acc sg προεργασάμενον , προεργάζομαι work beforehand aor part mp masc acc sg (attic) προεργασάμενον , προεργάζομαι work beforehand aor part … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προεργάζου — προεργάζομαι work beforehand pres imperat mp 2nd sg (attic epic doric) προεργάζου , προεργάζομαι work beforehand pres imperat mp 2nd sg (attic epic doric) προεργάζομαι work beforehand imperf ind mp 2nd sg (attic epic doric) προεργάζου ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προεργασθεῖσα — προεργάζομαι work beforehand aor part mp fem nom/voc sg προεργασθεῖσα , προεργάζομαι work beforehand aor part mp fem nom/voc sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προεργάζεσθαι — προεργάζομαι work beforehand pres inf mp προεργάζεσθαι , προεργάζομαι work beforehand pres inf mp (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προεργάσασθαι — προεργάζομαι work beforehand aor inf mp προεργάσασθαι , προεργάζομαι work beforehand aor inf mp (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προειργασμένα — προεργάζομαι work beforehand perf part mp neut nom/voc/acc pl προειργασμένᾱ , προεργάζομαι work beforehand perf part mp fem nom/voc/acc dual προειργασμένᾱ , προεργάζομαι work beforehand perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προειργασμένας — προειργασμένᾱς , προεργάζομαι work beforehand perf part mp fem acc pl προειργασμένᾱς , προεργάζομαι work beforehand perf part mp fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προειργασμένον — προεργάζομαι work beforehand perf part mp masc acc sg προειργασμένον , προεργάζομαι work beforehand perf part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προειργασμένων — προεργάζομαι work beforehand perf part mp fem gen pl προειργασμένων , προεργάζομαι work beforehand perf part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)