-
1 предвыборный
προεκλογικός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > предвыборный
-
2 предвыборный
предвыборный προεκλογικός- \предвыборныйая кампания η προεκλογική κίνηση* * *предвы́борная кампа́ния — η προεκλογική κίνηση
-
3 предвыборный
επ.προεκλογικός•-ая речь προεκλογικός λόγος•
-ое собрание προεκλογική συγκέντρωση.
-
4 предвыборный
предвыборныйприл προεκλογικός:\предвыборныйая кампания ἡ προεκλογική καμπάνια
См. также в других словарях:
προεκλογικός — ή, ό, Ν αυτός που γίνεται ή αναφέρεται στον πριν από τις εκλογές χρόνο (α. «προεκλογική περίοδος» β. «προεκλογικός αγώνας»). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + εκλογικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Εφημερίς] … Dictionary of Greek
προ- — α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση πρό. Το προ συντίθεται με ονόματα, ρήματα και, σπανιότερα, με επιρρήματα και προσδίδει βασικά τη σημ. τής προτεραιότητας ως προς τον τόπο, τον χρόνο ή την τάξη … Dictionary of Greek
χαλαρός — ή, ό / χαλαρός, ά, όν, ΝΜΑ αυτός που δεν είναι τεντωμένος ή σφιχτός, αυτός που είναι άτονος, πλαδαρός (α. «χαλαρή ζώνη» β. «χαλαρό δέρμα» γ. «χαλαρά... ὑποδήματα... γοῡν χαίρεις φορῶν», Αριστοφ. δ. «ἀφίεσαν τὴν δοκὸν χαλαραῑς ταῑς ἁλύσεσιν», Θουκ … Dictionary of Greek
πυρετός — ο 1. παθολογική αύξηση της θερμοκρασίας του σώματος, υπερθερμία, θέρμη, ζέστη. 2. εξαιρετική δραστηριότητα: Προεκλογικός πυρετός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)