-
1 προεκβιβαζω
См. также в других словарях:
προεκβιβάζω — Α εξαπολύω, ρίχνω κάποιον σε μάχη πρόωρα («παρεκάλουν αὐτὸν μὴ προεκβιβάζειν σφᾱς εἰς τὸν πρὸς Ῥωμαίους πόλεμον», Πολ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἐκβίβάζω «αναγκάζω κάποιον να πάρει μέρος»] … Dictionary of Greek