Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

προεγείρω

См. также в других словарях:

  • προεγείρω — ΜΑ μσν. σηκώνω κάποιον από το τραπέζι προτού τελειώσει το γεύμα αρχ. 1. ξυπνώ, σηκώνω κάποιον προηγουμένως («προεγείρειν ἑαυτούς», Αριστοτ.) 2. (με γεν.) επαγρυπνώ για κάτι 3. (στον παρακμ. ως αμτβ.) προεγρήγορα εξακολουθώ να είμαι σε εγρήγορση.… …   Dictionary of Greek

  • προεγερθέντα — προεγείρω wake up before aor part pass neut nom/voc/acc pl προεγερθέντα , προεγείρω wake up before aor part pass masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προ- — α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση πρό. Το προ συντίθεται με ονόματα, ρήματα και, σπανιότερα, με επιρρήματα και προσδίδει βασικά τη σημ. τής προτεραιότητας ως προς τον τόπο, τον χρόνο ή την τάξη …   Dictionary of Greek

  • προεγερθῆναι — προεγείρω wake up before aor inf pass …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προεγείραντες — προεγείρω wake up before aor part act masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προεγείρεσθαι — προεγείρω wake up before pres inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προεγείρονται — προεγείρω wake up before pres ind mp 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προεγρηγορέναι — προεγείρω wake up before perf inf act …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προεγρηγορότας — προεγείρω wake up before perf part act masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προεγρηγορότι — προεγείρω wake up before perf part act masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προεγρηγορώς — προεγείρω wake up before perf part act masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»