Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

προβοσκίς

См. также в других словарях:

  • προβοσκίς — means of providing food fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προβοσκίδα — προβοσκίς means of providing food fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προβοσκίδας — προβοσκίς means of providing food fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προβοσκίδι — προβοσκίς means of providing food fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προβοσκίδος — προβοσκίς means of providing food fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προβοσκίδων — προβοσκίς means of providing food fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προβοσκίσι — προβοσκίς means of providing food fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προβοσκίσιν — προβοσκίς means of providing food fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επιβοσκίς — ἐπιβοσκίς, η (Α) προβοσκίδα (τών εντόμων). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + βοσκίς < θ. βοσκο (βοσκός) πρβλ. προβοσκίς] …   Dictionary of Greek

  • προ- — α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση πρό. Το προ συντίθεται με ονόματα, ρήματα και, σπανιότερα, με επιρρήματα και προσδίδει βασικά τη σημ. τής προτεραιότητας ως προς τον τόπο, τον χρόνο ή την τάξη …   Dictionary of Greek

  • προβοσκίδα — η / προβοσκίς, ίδος, ΝΜΑ (σε διάφορα ζώα ή έντομα) εμφανής σαρκώδης προεκβολή από το πρόσθιο μέρος τής κεφαλής κατάλληλη για την εύρεση ή και τη λήψη τροφής, όπως είναι λ.χ. η σωληνοειδής προέκταση τής μύτης τού ελέφαντα, το ρύγχος τού ταπίρου… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»