-
1 προβλαστανω
См. также в других словарях:
προβλαστάνω — Α 1. βλαστάνω πρώτος ή πριν από κάτι άλλο 2. βλαστάνω πριν από την καθορισμένη εποχή, πρώιμα … Dictionary of Greek
προ- — α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση πρό. Το προ συντίθεται με ονόματα, ρήματα και, σπανιότερα, με επιρρήματα και προσδίδει βασικά τη σημ. τής προτεραιότητας ως προς τον τόπο, τον χρόνο ή την τάξη … Dictionary of Greek
προβλάστημα — ήματος, τὸ, Α [προβλαστάνω] πρώιμο βλαστάρι, πρώιμος βλαστός … Dictionary of Greek