-
1 προαφισταμαι
(fut. προαποστήσομαι, aor. 2 προαπέστην, pf. προαφέστηκα) досл. оставаться позади, отставать, перен. отрекаться, отказыватьсяμέ π., πρὴν ἂν πανταχῆ σκοπῶν ἀπείπῃ τις Plat. — не прекращать усилий, пока не исследуешь всех обстоятельств;
προαποστῆναι τοῦ ἄρχοντος Plut. — сложить с себя обязанности (квестора) до (ухода с поста) проконсула
См. также в других словарях:
προαφίσταμαι — Α 1. αφήνω κατά μέρος εκ τών προτέρων 2. εξεγείρομαι πρωτύτερα 3. απέχω εκ τών προτέρων («ἅπαντα ἐξευρίσκεται, ἂν μὴ προαποστῇς», Αλεξ.) 4. εγκαταλείπω πρωτύτερα. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἀφίσταμαι «απέχω, παραιτούμαι, υποχωρώ, επαναστατώ»] … Dictionary of Greek
προαπέστη — προαφίσταμαι secede plup ind act 1st sg (ionic) προαπέστη , προαφίσταμαι secede aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προαπέστης — προαφίσταμαι secede plup ind act 2nd sg (ionic) προαπέστης , προαφίσταμαι secede aor ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προαποστάντες — προαφίσταμαι secede aor part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προαποστῆναι — προαφίσταμαι secede aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προαποστῇς — προαφίσταμαι secede aor subj act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προαποστήσας — προαποστήσᾱς , προαφίσταμαι secede aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προαπέστημεν — προαφίσταμαι secede aor ind act 1st pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προαφεστηκότας — προαφίσταμαι secede perf part act masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προαφεστώς — προαφίσταμαι secede perf part act masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προαφιστάμενος — προαφίσταμαι secede pres part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)