-
1 προαυλεω
См. также в других словарях:
προαύλιον — neut nom/voc/acc sg προαύλιον , προαυλέω imperf ind act 3rd pl (doric) προαύλιον , προαυλέω imperf ind act 1st sg (doric) προαύλιον , προαυλέω imperf ind act 3rd pl (doric) προαύλιον , προαυλέω imperf ind act 1st sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προαυλοῦσι — προαυλέω pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric) προαυλοῦσι , προαυλέω pres ind act 3rd pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προαυλεῖν — προαυλέω pres inf act (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προαυλήσαντες — προαυλέω aor part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προαυλίοις — προαύλιον neut dat pl προαυλίοις , προαυλέω pres opt act 2nd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προαυλίων — προαύλιον neut gen pl προαυλίων , προαυλέω pres part act masc nom sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)