Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

προαπολείπω

См. также в других словарях:

  • προαπολείπω — Α 1. αφήνω, εγκαταλείπω κάτι προηγουμένως («οὐ προαπολείπει τὴν κοινωνίαν, πλὴν ἐὰν χῆρος ἤ χήρα γένηται», Αριστοτ.) 2. (για το νερό) παρουσιάζω έλλειψη εκ τών προτέρων 3. αποκάμνω πρώτος ή εκ τών προτέρων 4. φρ. α) «προαπολείπω τὴν πρᾱξιν»… …   Dictionary of Greek

  • προαπολείπει — προαπολείπω leave beforehand pres ind mp 2nd sg προαπολείπει , προαπολείπω leave beforehand pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προαπολείποντι — προαπολείπω leave beforehand pres part act masc/neut dat sg προαπολείποντι , προαπολείπω leave beforehand pres ind act 3rd pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προαπολείπουσι — προαπολείπω leave beforehand pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) προαπολείπουσι , προαπολείπω leave beforehand pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προαπολείπουσιν — προαπολείπω leave beforehand pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) προαπολείπουσιν , προαπολείπω leave beforehand pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προαπολιπόντων — προαπολείπω leave beforehand aor part act masc/neut gen pl προαπολιπόντων , προαπολείπω leave beforehand aor imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προαπέλιπον — προαπολείπω leave beforehand aor ind act 3rd pl προαπέλιπον , προαπολείπω leave beforehand aor ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λείπω — (AM λείπω, Μ και λείβγω) 1. δεν υπάρχω, ελλείπω (α. «από το βιβλίο λείπουν τα πρώτα φύλλα» β. «λείπουσι δὲ [αἱ τρίχες] καὶ ῥέουσι κατὰ τὴν ἡλικίαν αἱ ἐκ τῆς κεφαλῆς καὶ μάλιστα καὶ πρῶται», Αριστοτ. γ. «λείπει μὲν οὐδ ἃ πρόσθεν εἴδομεν τὸ μὴ οὐ… …   Dictionary of Greek

  • προαπολείπειν — προαπολείπω leave beforehand pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προαπολείπεται — προαπολείπω leave beforehand pres ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προαπολείποντες — προαπολείπω leave beforehand pres part act masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»