-
1 προαισθανομαι
чувствовать заранее, предчувствовать, предвидеть(π. καὴ προϊδεῖν Arst.)
προαισθόμενος τὰ αὐτὰ ταῦτα βιυλευομένους Xen. — предчувствуя, что они замышляют то же самое;προαισθόμενος τοῦ στρατοῦ Thuc. — предвидя, (что придет неприятельское) войско -
2 προαισθάνομαι
μετ. предчувствовать; предугадывать; предвидеть -
3 προαισθάνομαι
[проэсганомэ]Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > προαισθάνομαι
-
4 προαισθάνομαι
[проэсганомэ] p. предчувствовать. -
5 προαισθάνομαι
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προαισθάνομαι
-
6 προαισθάνομαι
προ-αισθάνομαι, vorher wahrnehmen, merken -
7 προαισθομένων
προαισθομένων, προαισθάνομαιperceive: aor part mid fem gen plπροαισθομένων, προαισθάνομαιperceive: aor part mid masc /neut gen plπροαισθομένων, προαισθάνομαιperceive: pres part mp fem gen pl (attic)προαισθομένων, προαισθάνομαιperceive: pres part mp masc /neut gen pl (attic) -
8 προαισθόμενον
προαισθόμενον, προαισθάνομαιperceive: aor part mid masc acc sgπροαισθόμενον, προαισθάνομαιperceive: aor part mid neut nom /voc /acc sgπροαισθόμενον, προαισθάνομαιperceive: pres part mp masc acc sg (attic)προαισθόμενον, προαισθάνομαιperceive: pres part mp neut nom /voc /acc sg (attic) -
9 προαίσθη
προαίσθῃ, προαισθάνομαιperceive: aor subj mid 2nd sgπροαίσθῃ, προαισθάνομαιperceive: pres subj mp 2nd sg (attic)προαίσθῃ, προαισθάνομαιperceive: pres ind mp 2nd sg (attic) -
10 προαίσθῃ
προαίσθῃ, προαισθάνομαιperceive: aor subj mid 2nd sgπροαίσθῃ, προαισθάνομαιperceive: pres subj mp 2nd sg (attic)προαίσθῃ, προαισθάνομαιperceive: pres ind mp 2nd sg (attic) -
11 предчувствовать
-
12 чуять
чу́ятьнесов1. (о животном) ὀσφραίνομαι, παίρνω μυρωδιά·2. перен νοιώθω/ προαισθάνομαι (предчувствовать):\чуять приближение весны προαισθάνομαι τόν ἐρχομό τής ἀνοιξης. -
13 προήσθετο
προῄσθετο, προαισθάνομαιperceive: aor ind mid 3rd sgπροῄσθετο, προαισθάνομαιperceive: imperf ind mp 3rd sg (attic) -
14 προῄσθετο
προῄσθετο, προαισθάνομαιperceive: aor ind mid 3rd sgπροῄσθετο, προαισθάνομαιperceive: imperf ind mp 3rd sg (attic) -
15 προήσθοντο
προῄσθοντο, προαισθάνομαιperceive: aor ind mid 3rd plπροῄσθοντο, προαισθάνομαιperceive: imperf ind mp 3rd pl (attic) -
16 προῄσθοντο
προῄσθοντο, προαισθάνομαιperceive: aor ind mid 3rd plπροῄσθοντο, προαισθάνομαιperceive: imperf ind mp 3rd pl (attic) -
17 προαισθανομένων
προαισθανομένων, προαισθάνομαιperceive: pres part mid fem gen plπροαισθανομένων, προαισθάνομαιperceive: pres part mid masc /neut gen pl -
18 προαισθανόμενον
προαισθανόμενον, προαισθάνομαιperceive: pres part mid masc acc sgπροαισθανόμενον, προαισθάνομαιperceive: pres part mid neut nom /voc /acc sg -
19 προαισθησομένων
προαισθησομένων, προᾴδωsing before: fut part pass fem gen plπροαισθησομένων, προᾴδωsing before: fut part pass masc /neut gen plπροαισθησομένων, προαισθάνομαιperceive: fut part mid fem gen plπροαισθησομένων, προαισθάνομαιperceive: fut part mid masc /neut gen pl -
20 προαισθομένη
προαισθομένη, προαισθάνομαιperceive: aor part mid fem nom /voc sg (attic epic ionic)προαισθομένη, προαισθάνομαιperceive: pres part mp fem nom /voc sg (attic epic ionic)
См. также в других словарях:
προαισθάνομαι — προαισθάνομαι, προαισθάνθηκα βλ. πίν. 82 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
προαισθάνομαι — ΝΑ αισθάνομαι κάτι το οποίο πρόκειται να συμβεί, το προβλέπω προτού να γίνει αντιληπτό από τους άλλους ή πριν να εκδηλωθεί, διαισθάνομαι … Dictionary of Greek
προαισθάνομαι — προαισθάνθηκα, αντιλαμβάνομαι, νιώθω από πριν πως θα γίνει κάτι, προβλέπω: Τα ζώα λέγεται ότι προαισθάνονται το σεισμό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προαισθομένων — προαισθάνομαι perceive aor part mid fem gen pl προαισθομένων , προαισθάνομαι perceive aor part mid masc/neut gen pl προαισθομένων , προαισθάνομαι perceive pres part mp fem gen pl (attic) προαισθομένων , προαισθάνομαι perceive pres part mp masc/n … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προαισθόμενον — προαισθάνομαι perceive aor part mid masc acc sg προαισθόμενον , προαισθάνομαι perceive aor part mid neut nom/voc/acc sg προαισθόμενον , προαισθάνομαι perceive pres part mp masc acc sg (attic) προαισθόμενον , προαισθάνομαι perceive pres part mp n … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προαίσθῃ — προαισθάνομαι perceive aor subj mid 2nd sg προαίσθῃ , προαισθάνομαι perceive pres subj mp 2nd sg (attic) προαίσθῃ , προαισθάνομαι perceive pres ind mp 2nd sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οττεύομαι — ὀττεύομαι (Α) 1. μαντεύω από κάποιο προφητικό ήχο ή φωνή («ὀττεύεσθαι ταῑς τούτων κληδόσι», Πλούτ.) 2. προαισθάνομαι, προμαντεύω κάτι («τὸ μέλλον ὀττευσάμενοι», Πολ.) 3. (με απρμφ.) προαισθάνομαι ότι, προβλέπω ότι, προλέγω ότι 4. θεωρώ κάτι ως… … Dictionary of Greek
προαίσθηση — Στην παρακανονική φαινομενολογία, ειδική περίπτωση εξωαισθητικής αντίληψης και συγκεκριμένα εκείνη όπου η διαίσθηση έχει ως αντικείμενο ένα γεγονός, που δεν έχει συμβεί ακόμα όταν γίνεται αντιληπτό. Το φαινόμενο, που είναι ένα από τα σπανιότερα… … Dictionary of Greek
προαισθανομένων — προαισθάνομαι perceive pres part mid fem gen pl προαισθανομένων , προαισθάνομαι perceive pres part mid masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προαισθανόμενον — προαισθάνομαι perceive pres part mid masc acc sg προαισθανόμενον , προαισθάνομαι perceive pres part mid neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προαισθησομένων — προᾴδω sing before fut part pass fem gen pl προαισθησομένων , προᾴδω sing before fut part pass masc/neut gen pl προαισθησομένων , προαισθάνομαι perceive fut part mid fem gen pl προαισθησομένων , προαισθάνομαι perceive fut part mid masc/neut gen … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)