-
1 προαιρετικος
3совершающий выбор, принимающий решениеὁ π. τῶν τοιούτων λόγων Arst. — предпочитающий подобные речи;
ὅ τῶν τοιούτων π. καὴ πρακτικός (sc. ἀνήρ) Arst. — тот, кто принимает эти решения и осуществляет их;ἔστιν ἥ ἀρετέ ἕξις προαιρετική Arst. — добродетель есть избирательное свойство (души) -
2 προαιρετικός
η, ό[ν]1) добровольный;προαιρετική είσφορά — добровольное пожертвование, добровольный взнос;
2) необязательный, факультативный;προαιρετικά μαθήματα — факультативные предметы
-
3 προαιρετικός
[проэрэтикос] επ добровольный, необязательный, факультативный.
См. также в других словарях:
προαιρετικός — inclined to prefer masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προαιρετικός — ή, ό / προαιρετικός, ή, όν, ΝΜΑ [προαιροῡμαι] νεοελλ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην προαίρεση, αυτός που γίνεται κατά προαίρεση, σύμφωνα με την ελεύθερη βούληση κάποιου, εκούσιος, θεληματικός («προαιρετική εισφορά») αρχ. 1. αυτός που έχει… … Dictionary of Greek
προαιρετικός — ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται στην προαίρεση. 2. αυτός που γίνεται με τη θέληση, εκούσιος: Προαιρετική εισφορά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προαιρετικά — προαιρετικός inclined to prefer neut nom/voc/acc pl προαιρετικά̱ , προαιρετικός inclined to prefer fem nom/voc/acc dual προαιρετικά̱ , προαιρετικός inclined to prefer fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προαιρετικώτερον — προαιρετικός inclined to prefer adverbial comp προαιρετικός inclined to prefer masc acc comp sg προαιρετικός inclined to prefer neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προαιρετικῶν — προαιρετικός inclined to prefer fem gen pl προαιρετικός inclined to prefer masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προαιρετικόν — προαιρετικός inclined to prefer masc acc sg προαιρετικός inclined to prefer neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προαιρετικαῖς — προαιρετικός inclined to prefer fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προαιρετικαί — προαιρετικός inclined to prefer fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προαιρετικοῖς — προαιρετικός inclined to prefer masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προαιρετικοί — προαιρετικός inclined to prefer masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)