-
1 πρεσβευτής
πρεσβευτήςambassador: masc nom sg -
2 πρεσβευτής
πρεσβευτής, οῦ, ὁ (πρεσβεύω; Thu., Pla. et al.; ins, pap) ambassador RBentley’s cj. in place of πρεσβύτης (q.v.) Phlm 9.—DELG s.v. πρέσβυς. -
3 πρεσβευτής
-
4 πρεσβευτής
A ambassador, IG12.22.27, Th.5.4, Pl.Lg. 941a, POxy.933.31 (ii A. D.), etc.: pl. πρεσβευταί is at first less freq., later more freq., thanπρέσβεις, πρεσβευτὰς πάντας ὑμᾶς ἡμεῖς οἱ πρέσβεις ποιοῦμεν And.3.41
, cf. Th.8.77 (interpol.), IG22.858.6 (iii B. C.), 1224.26 (ii B. C.), Alciphr.2.2.2 = Lat. legatus, staff officer, etc., Plb.35.4.5, Plu.Mar.7, etc.; π. καὶ ἀντιστράτηγος, = legatus pro praetore, IG 14.1121, etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πρεσβευτής
-
5 πρεσβευτής
ambassadorΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > πρεσβευτής
-
6 πρεσβευταί
πρεσβευτήςambassador: masc nom /voc pl -
7 πρεσβευτέα
πρεσβευτήςambassador: masc acc sg (epic ionic) -
8 πρεσβευτήν
πρεσβευτήςambassador: masc acc sg (attic epic ionic) -
9 πρεσβευτά
πρεσβευτά̱, πρεσβευτήςambassador: masc nom /voc /acc dualπρεσβευτήςambassador: masc voc sgπρεσβευτήςambassador: masc nom sg (epic) -
10 πρεσβευτάς
πρεσβευτά̱ς, πρεσβευτήςambassador: masc acc plπρεσβευτά̱ς, πρεσβευτήςambassador: masc nom sg (epic doric aeolic) -
11 ἀντιστράτηγος
A enemy's general, Th.7.86, D.H.6.5, Plu. Sert.12.II at Rome, acting commander or governor, either pro consule, Plb.28.3.1, or pro praetore, D.C.41.43.3 lieutenant of a commander, Lat. legatus pro praetore, OGIiip.551 (Bargylia, ii B.C.), Plb.3.106.2, 15.4.4, Plu. Comp.Lys.Sull.4, etc.; in full,πρεσβευτὴς καὶ ἀ. J.AJ14.12.13
; ἀντιταμίας καὶ ἀ. proquaestor pro praetore, OGI 448 (i B.C.); πρεσβευτὴς Σεβαστοῦ ἀ., = Lat. legatus Augusti pro praetore, IGRom.3.186 (Ancyra, ii A.D.), etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀντιστράτηγος
-
12 πρεσβύτης
πρεσβύτης, ου, ὁ (Aeschyl., Hippocr. et al.; IG IV2/1, 123, 120; pap; LXX; Jos., Bell. 1, 312) old man, aged man (Philo, Op. M. 105, after Hippocr.: a man of 50–56 years; Dio Chrys. 57 [74], 10 πρεσβύτης immediately follows the series παῖς, μειράκιον νεανίσκος; Aristoxenus Fgm. 35 has the steps νήπιος, παῖς, νεανίσκος, ἀνήρ, πρεσβύτης; cp. VLeinieks, The City of Dionysos ’96, 199–209) Lk 1:18; Tit 2:2; Phlm 9 (but many accept RBentley’s conjecture πρεσβευτής ambassador, i.e. of Christ: Lghtf.; W-H., app.; EHaupt; Lohmeyer; REB; RSV; Goodsp., Probs. 185–87; against this point of view HermvSoden, MDibelius, Meinertz, NRSV; JBirdsall, NTS 39, ’93, 625–30. On this pass. cp. also RSteck, PM 18, 1914, 96–100; 192f; PSchmidt, ibid. 156–58.—Polyaenus 8, 9, 1 πρεσβύτης and πρεσβευτής are found as variants); MPol 7:2 (used attributively w. ἀνήρ: πρ. ἀνήρ as Theophyl. Sim., Ep. 60); Hm 8:10.—FBoll (s. νεανίας) 116f. DELG s.v. πρέσβυς. M-M. -
13 πρεσβευτή
-
14 πρεσβευτῇ
-
15 πρεσβευτήι
-
16 πρεσβευτῆι
-
17 πρεσβευταίς
-
18 πρεσβευταῖς
-
19 πρεσβευτού
-
20 πρεσβευτοῦ
- 1
- 2
См. также в других словарях:
πρεσβευτής — πρεσβευτής, ο και πρέσβης, ο ο αναγνωρισμένος αντιπρόσωπος ενός κράτους σε ξένη χώρα: Έφτασε στην Αθήνα και έδωσε τα διαπιστευτήριά του ο νέος πρεσβευτής της Γαλλίας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πρεσβευτής — ambassador masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρεσβευτής — ο, ΝΑ, και κρητ. τ. πρεγγευτάς και πρεγγευτής και πρειγευτάς και πρειγευτής και πρεισγευτάς και πρεσγευτάς, θηλ. πρεσβεύτειρα, Α πρόσωπο που αναλαμβάνει το καθήκον να εκπροσωπήσει ένα κράτος σε άλλο κράτος, να διεξάγει διαπραγματεύσεις και να… … Dictionary of Greek
πρεσβευταῖς — πρεσβευτής ambassador masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρεσβευταί — πρεσβευτής ambassador masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρεσβευτοῦ — πρεσβευτής ambassador masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρεσβευτῇ — πρεσβευτής ambassador masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρεσβευτέα — πρεσβευτής ambassador masc acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρεσβευτήν — πρεσβευτής ambassador masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρεσβευτῶν — πρεσβευτής ambassador masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αλοπέους — Επώνυμο δύο Ρώσων διπλωματών. 1. Δαβίδ (1761 – 1831). Ξεκίνησε ως πρεσβευτής στη Σουηδία όπου και συνελήφθη από τον Γουσταύο Δ’ λόγω της ρωσικής εισβολής στη Φιλανδία, την οποία χρησιμοποίησε εκβιαστικά ο Αλέξανδρος Α’ για να τον αναγκάσει να… … Dictionary of Greek