Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

πρέπ-ω

См. также в других словарях:

  • -ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… …   Dictionary of Greek

  • εχούμενος — η, ο αυτός που έχει πολλά αγαθά, ο πλούσιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < έχω + κατάλ. ουμενος* (πρβλ. βρισκ ούμενος, πρεπ ούμενος)] …   Dictionary of Greek

  • κορασιδάτα — κορασιδάτα, τὰ (Μ) 1. παρθενικός υμένας, παρθενιά 2. σημάδια, ενδείξεις παρθενίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κορασίς, ίδ ος + κατάλ. ατα (πρβλ. μαντ άτα, πρεπ άτα)] …   Dictionary of Greek

  • κούφος — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ., 2 κάτ.) του νομού Χαλκιδικής. Βρίσκεται στη νοτιοδυτική ακτή της χερσονήσου της Σιθωνίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τορώνης. Έχει χαρακτηριστεί παραδοσιακός οικισμός. 2. Πεδινός… …   Dictionary of Greek

  • υποτυπώδης — ες, Ν 1. αυτός που έχει ατελή ανάπτυξη, διάπλαση ή εξέλιξη (α. «υποτυπώδης εργασία» β. «υποτυπώδες σχέδιο») 2. φρ. «υποτυπώδη [ή ατελειωματικά] όργανα» βιολ. εκφυλισμένα ή ατελώς ανεπτυγμένα όργανα ή, γενικότερα, σωματικές δομές ενός ζώου ή φυτού …   Dictionary of Greek

  • ντορβάς — ντορβάς, ο και τορβάς, ο (λ. τουρκ.), μικρός σάκος συνήθ. τρίχινος, σακίδιο, αλλ. ταγάρι, οδοιπορικό σακί: Σένα σου πρέπ αφέντη μου ντορβάς και δεκανίκι (δημ. τραγ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»