-
1 достоинство
достоинство с 1) η άξιο" πρέπεια с \достоинство ом με αξιοπρέπεια 2) (положительное качество) η αρετή, το προτέρημα, το χάρισμα 3) (стоимость денежного знака) η αξία* * *с1) η αξιοπρέπειαс досто́инством — με αξιοπρέπεια
2) ( положительное качество) η αρετή, το προτέρημα, το χάρισμα3) ( стоимость денежного знака) η αξία -
2 изнеженность
изнеж||енностьж ἡ ἀπαλοτητα [-ης], ἡ λεπτότητα [-ης], ἡ ἀβρότητα [-ης] / ἡ ἐκθήλυνση [-ις], ἡ μαλθακότητα [-ης], ἡ θηλυ-πρέπεια (о мужчине). -
3 угодничать
[ουγκόντνιτσατ"] ρ. φέρνομαι με δουλ^πρέπεια -
4 угодничать
[ουγκόντνιτσατ"] ρ φέρνομαι με δουλ^πρέπεια