-
1 πρασινος
-
2 πράσινος
πράσινος, lauchgrün; Arist. meteor. 3, 2; Plut. plac. phil. 3, 5.
-
3 πράσινος
πράσινοςleek-green: masc /fem nom sg -
4 πράσινος
-
5 πράσινος
-ος,-ον A 1-0-0-0-0=1 Gn 2,12green (like leek), light green; ὁ λίθος ὁ πράσινος the green stone prob. emeraldCf. SHIPP 1979, 473; WEVERS 1993, 28 -
6 πράσινος
η, ο[ν]1) зелёный; 2) зеленеющий; 3) зелёный, неспелый, незрелый;§ πράσινα άλογα — несуразица, абсурд, нелепость
-
7 πράσινος
[прасинос] εκ. зеленый.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > πράσινος
-
8 πράσινος
[прасинос] επ зеленый. -
9 πράσινος
2 λίθος π., = πρασῖτις, LXX Ge.2.12.3 οἱ π. the green faction in the Circus, Mart.11.33.1, POxy.145.2 (vi A.D.); τὸ π. (sc. μέρος) J.AJ19.4.4; cf. πράσιος.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πράσινος
-
10 πράσινος
vert -
11 πράσινος
1) zieleń (f) rzecz.2) zielono przysł.3) zielony przym. -
12 πράσινος
1) nezralý2) svěží3) zelený -
13 πράσινος
greenΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > πράσινος
-
14 ανοιχτός πράσινος
-
15 nezralý
πράσινος -
16 zelený
πράσινος -
17 green
πράσινος -
18 zieleń
πράσινος -
19 zielono
πράσινος -
20 zielony
πράσινος
См. также в других словарях:
πράσινος — leek green masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πράσινος — η, ο / πράσινος, η, ον και πράσινος, ον, ΝΑ [πράσον] 1. αυτός που έχει το χρώμα τού πράσου, τού νωπού χόρτου, δηλαδή το χρώμα που προκύπτει από τη μίξη τού κίτρινου και τού κυανού 2. το ουδ. ως ουσ. το πράσινο(ν) το σύνολο τών φυτών, η βλάστηση ή … Dictionary of Greek
πράσινος — η, ο 1. αυτός που έχει το χρώμα του πράσου. 2. αυτός που έχει γενικά το χρώμα της χλόης, του χορταριού: Στα πράσινα λιβάδια, τα ζωντανά κοπάδια, βελάζουν και πηδάν (Βηλαράς). 3. για καρπούς, ο άγουρος: Τα βερίκοκα είναι πράσινα ακόμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πράσινον — πράσινος leek green masc/fem acc sg πράσινος leek green neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρασίνοις — πράσινος leek green masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρασίνοισιν — πράσινος leek green masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρασίνου — πράσινος leek green masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρασίνους — πράσινος leek green masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρασίνων — πράσινος leek green masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρασίνῳ — πράσινος leek green masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πράσινα — πράσινος leek green neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)