Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ποτι-μάστιος

См. также в других словарях:

  • επιμάστιος — ἐπιμάστιος, ον (Α) επιμαστίδιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + * μάστιος (< μαστός), τ. που απαντά μόνον εν συνθέσει (πρβλ. ποτι μάστιος)] …   Dictionary of Greek

  • ποτιμάστιος — ον, Α (επικ. τ.) αυτός που βρίσκεται πάνω στον μαστό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποτί*, τ. ισοδύναμος τού πρός + μαστός (πρβλ. επι μάστιος)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»