Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ποτιδόρπιος

См. также в других словарях:

  • ποτιδόρπιος — ον, Α (επικ. τ.) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο δείπνο 2. ο χρήσιμος για την παρασκευή τού δείπνου 3. (κατά τον Ησύχ.) «τὰ ποτιδόρπια, τὰ προσσίτια». [ΕΤΥΜΟΛ. < ποτί*, τ. ισοδύναμος τού πρός + δόρπιος (< δόρπον «δείπνο»), πρβλ. μετα… …   Dictionary of Greek

  • ποτιδόρπιον — ποτιδόρπιος of masc/fem acc sg ποτιδόρπιος of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποτιδόρπια — ποτιδόρπιος of neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»