-
1 ποτιδορπιος
-
2 ποτιδόρπιος
A of or serving for supper, ὄβριμον ἄχθος ὕλης.., ἵνα οἱ ποτιδόρπιον εἴη that it might serve to dress his supper, Od.9.234, cf. 249;ὕδωρ A.R.1.1209
; τὰ π., = τὰ προσσίτια, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ποτιδόρπιος
-
3 ποτιδόρπιος
προς - δόρπιος, ποτιδόρπιος: for supper, Od. 9.234 and 249.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ποτιδόρπιος
-
4 ποτιδόρπιον
ποτιδόρπιοςof: masc /fem acc sgποτιδόρπιοςof: neut nom /voc /acc sg -
5 ποτιδόρπια
ποτιδόρπιοςof: neut nom /voc /acc pl -
6 προς-δόρπιος
προς-δόρπιος, zum Vesperbrote, zur Abendmahlzeit gehörig, Od. 9, 234. 249, in dor. Form ποτιδόρπιος.
-
7 προσδορπιος
-
8 προσδόρπιος
A v. ποτιδόρπιος.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσδόρπιος
-
9 προςδόρπιος
προς - δόρπιος, ποτιδόρπιος: for supper, Od. 9.234 and 249.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > προςδόρπιος
См. также в других словарях:
ποτιδόρπιος — ον, Α (επικ. τ.) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο δείπνο 2. ο χρήσιμος για την παρασκευή τού δείπνου 3. (κατά τον Ησύχ.) «τὰ ποτιδόρπια, τὰ προσσίτια». [ΕΤΥΜΟΛ. < ποτί*, τ. ισοδύναμος τού πρός + δόρπιος (< δόρπον «δείπνο»), πρβλ. μετα… … Dictionary of Greek
ποτιδόρπιον — ποτιδόρπιος of masc/fem acc sg ποτιδόρπιος of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποτιδόρπια — ποτιδόρπιος of neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)