-
1 προσβλέπω
προσ-βλέπω, [dialect] Dor. [full] ποτιβλέπω, also [full] ποτιγλέπω Alcm.23.75: [dialect] Att. [tense] fut.A :— look at or upon, c. acc. pers., S.OT 1183, etc.;π. σ' ὀρθαῖς κόραις E.Hec. 972
;ὄμμασι τοῖς ὀρθοῖσι ποτιβλέπεν Theoc.5.36
;εὐθύς μ' ἐπηρώτησε προσβλέψας μέγα Strato Com.1.5
;φίλιόν τι καὶ εἰρηνικὸν π. τινά Luc.Luct.4
: rarely c. dat., X.Smp.3.14, Plu.Cat.Mi.65, Luc.Alex.42: also ποὶ τὸμ πατέρα.. ποτιβλέψας looking towards or at the father, IG42(1).121.44 (Epid., iv B.C.).2 c. acc. rei, look at, regard, [ τοιαῦτα] A.Pr. 217;τὰ τοῦδε πράγη S.Aj. 346
;τὸ ἀξίωμα τῆς βουλῆς D.Ep.3.42
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσβλέπω
См. также в других словарях:
ποτιβλέπω — και ποτιγλέπω Α (δωρ. τ.) προσβλέπω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποτί*, τ. ισοδύναμος τού πρός + βλέπω / γλέπω] … Dictionary of Greek