-
1 восточный
восточный ανατολικός, ανατολίτικος востребование с: до \восточныйя ποστρεστάν* * *ανατολικός, ανατολίτικος -
2 востребование
сдо востре́бования — ποστρεστάν
-
3 письмо
письм||ос1. ἡ ἐπιστολή, τό γράμμα:заказное \письмо τό συστημένο γράμμα, ἐπιστολή, ἐπί συστάσει· ценное \письмо ἡ συστημένη ἐπιστολή· послать \письмо до востребования στέλνω τό γράμμα ποστρεστάν2. (умение писать) ἡ γραφή, τό γράψιμο[ν]:искусство \письмоί ἡ γραφή.
См. также в других словарях:
ποστρεστάν — (λ. γαλλ.), ένδειξη πάνω σε επιστολή ή δέμα, που σημαίνει να μείνει στο ταχυδρομείο, απ όπου θα ζητηθεί από τον παραλήπτη: Σου έστειλα το δέμα ποστρεστάν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)