-
1 ποσίνδα
ποσίνδαhow many times?indeclform (adverb) -
2 ποσίνδα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ποσίνδα
-
3 προΐσχω
A = προέχω, hold before, hold out, of boys playing at ποσίνδα, X.Eq.Mag.5.10:—mostly in [voice] Med., hold out before oneself, stretch forth,χεῖρας Th.3.58
,66; of nurse and child, Gal.6.44, al.: c. gen., hold before,τῶν ὄψεων τὰς χεῖρας Plu.Pomp.71
;τὸ ἱμάτιον τοῦ βιβλίου Id.Cat. Mi.19
.2 = προέχω B. 1, Hp.Art.30, Mochl.4.II metaph. in [voice] Med., put forward as a pretext, allege,π. πρόφασιν ὡς.. Hdt.4.165
, cf. 6.137, 8.3;ξυγγένειαν Th.1.26
;τὸν νόμον Plu.Alex.14
, etc.2 put forward as a demand, Hdt.1.3; propose, offer, ib. 141, 164, Th. 4.87;ξείνι' ἀριστήεσσι A.R.4.1553
.4 prosecute, Gloss.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προΐσχω
См. также в других словарях:
ποσίνδα — how many times? indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποσίνδα — Α επίρρ. 1. πόσες φορές 2. φρ. «ποσίνδα παίζειν» ονομασία παιχνιδιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόσος + επιρρμ. κατάλ. ίνδα (πρβλ. κρυπτ ίνδα)] … Dictionary of Greek
προΐσχω — Α 1. (για παιδιά που έπαιζαν το παιχνίδι ποσίνδα) κρατώ προς τα εμπρός 2. μέσ. προΐσχομαι α) τεντώνω προς τα εμπρός κάτι για υπεράσπισή μου («χεῑρας προϊσχομένους», Θουκ.) β) κρατώ ενώπιον κάποιου γ) προεξέχω δ) μτφ. προφασίζομαι («καὶ ξυγγένειαν … Dictionary of Greek