Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

πορφυρόστρωτος

См. также в других словарях:

  • πορφυρόστρωτος — spread with purple cloth masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πορφυρόστρωτος — ον, ΜΑ στρωμένος με πορφυρά υφάσματα (α. «πορφυρόστρωτος πόρος», Αισχύλ. β. «κλίνην πορφυρόστρωτον», Κ. Μανασσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πορφύρα + στρωτός (< στρώννυμι «στρώνω»), πρβλ. λιθό στρωτος] …   Dictionary of Greek

  • πορφυρόστρωτον — πορφυρόστρωτος spread with purple cloth masc/fem acc sg πορφυρόστρωτος spread with purple cloth neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πορφυροστρώτῳ — πορφυρόστρωτος spread with purple cloth masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πορφύρα — I Σύνδρομο που χαρακτηρίζεται από τριχοειδείς αιμορραγίες του δέρματος, των βλεννογόνων ή του παρεγχύματος. Στο δέρμα η π. εκδηλώνεται με μικρές κόκκινες κηλίδες που δεν εξαλείφονται αν πιεστούν με γυάλινη πλάκα. Οι π. διαιρούνται σε δύο μεγάλες… …   Dictionary of Greek

  • πόρος — I Νησί του Σαρωνικού κόλπου, απέναντι από την Τροιζηνία, από ένα σημείο της οποίας η απόσταση μέχρι τον Πόρο είναι μόλις λίγα μέτρα. Ο Π. έχει έκταση 31 τ. χλμ. και πρωτεύουσα του είναι ο ομώνυμος παράλιος οικισμός (υψόμ. 20 μ.). Ανήκει στην… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»