-
1 πορισμός
πορισμός, ὁ, das Anschaffen, τῶν ἐπιτηδείων, Pol. 3, 112, 2; – Erwerb, Erwerbsmittel, Plut. Num. 3 u. a. Sp.
-
2 πορισμος
ὅ1) добывание, получение(τῶν ἐπιτηδείων Polyb.)
2) заработок, прибыль(πορισμοὴ δίκαιοι Plut.)
ὅ τρόπος τοῦ πορισμοῦ Plut. — способ наживать деньги3) приобретение(ἔστιν π. μέγας ἥ εὐσέβεια NT.)
-
3 πορισμός
πορισμόςproviding: masc nom sg -
4 πορισμός
πορισμός, ὁ, das Anschaffen; Erwerb, Erwerbsmittel -
5 πορισμός
πορισμός, οῦ, ὁ (πορίζω; Polyb. et al.; ins [New Docs 4, 169]; Wsd 13:19; 14:2; EpArist 111; Philo, Op. M. 128; Jos., Bell. 2, 603) means of gain (so Plut., Cato Maj. 351 [25, 1] δυσὶ μόνοις πορισμοῖς, γεωργίᾳ καὶ φειδοῖ=he had only two means of gain: farming and frugality; TestIss 4:5 v.l.; cp. the use of πορίζω of a swindling magician Aesop, Fab. 112a H.=56 H-H. v.l.) 1 Ti 6:5, followed by wordplay vs. 6.—DELG s.v. πόρος. M-M. -
6 πορισμός
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > πορισμός
-
7 πορισμός
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > πορισμός
-
8 πορισμός
ο1) приобретение, добывание (средств); 2) извлечение (выводов); подбор, нахождение (аргументов) -
9 πορισμός
прибыль, прибыток, приобретение, средство наживы. 1 ΠόρκιοςПорций (прозвище Феста, сменившего Феликса, прокуратора Пал.).Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > πορισμός
-
10 πορισμὸς
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > πορισμὸς
-
11 πορισμός
-οῦ + ὁ N 2 0-0-0-0-2=2 Wis 13,19; 14,2means of livelihood, gaining, gain; neol.?Cf. HORSLEY 1987, 169; LARCHER 1985, 785 -
12 πορισμός
πορ-ισμός, ὁ,A providing, procuring,τῶν ἐπιτηδείων Plb. 3.112.2
; earning a living, Chrysipp.Stoic.3.172;ἐφήμερος π. Phld. Oec.p.44J.
;συγγνώμης J.BJ2.21.3
: abs., Man.4.448(pl.); money-getting, Plu.2.524d, 92b (pl.), 136c (pl.), etc.; means of gain, Chaerem. ap. Porph.Abst.4.8;δυσὶ π., γεωργίᾳ καὶ φειδοῖ Plu.Cat.Ma. 25
;π. μέγας ἡ εὐσέβεια 1 Ep.Ti.6.6
; means of livelihood, Muson.Fr. 11p.59H.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πορισμός
-
13 προς-πορισμός
προς-πορισμός, ὁ, das Zuerwerben, das Zuerworbene, Sp., vom peculium der Sklaven.
-
14 συμ-πορισμός
συμ-πορισμός, ὁ, das Zusammenbringen u. Anschaffen, Ios.
-
15 πορισμοί
πορισμόςproviding: masc nom /voc pl -
16 πορισμούς
πορισμόςproviding: masc acc pl -
17 πορισμόν
πορισμόςproviding: masc acc sg -
18 πορισμοίς
-
19 πορισμοῖς
-
20 πορισμού
- 1
- 2
См. также в других словарях:
πορισμός — providing masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πορισμός — ο, ΝΑ [πορίζω] 1. εξεύρεση, προμήθεια («ὁρῶν δ ὅτι ταχέως ἀναγκασθήσονται μεταστρατοπεδεύειν οἱ Καρχηδόνιοι διά τὸν πορισμὸν τῶν ἐπιτηδείων», Πολ.) 2. εξοικονόμηση χρημάτων 3. η εξεύρεση τών προς το ζην αναγκαίων αρχ. 1. ο τρόπος απόκτησης… … Dictionary of Greek
πορισμός — ο η ενέργεια και το αποτέλεσμα του πορίζω ή πορίζομαι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πορισμοῖς — πορισμός providing masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πορισμοί — πορισμός providing masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πορισμοῦ — πορισμός providing masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πορισμούς — πορισμός providing masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πορισμῶν — πορισμός providing masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πορισμῷ — πορισμός providing masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πορισμόν — πορισμός providing masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βιοπορισμός — ο απόκτηση των απολύτως αναγκαίων για τη ζωή με προσωπική εργασία. [ΕΤΥΜΟΛ. < βίος + πορισμός < πορίζω «παρέχω». Η λ. μαρτυρείται από το 1868 στον Εμμ. Κρητικίδη] … Dictionary of Greek