-
1 πορδαλεος
См. также в других словарях:
πορδαλέος — έα, ον, Α αυτός που κλάνει συχνά, κλανιάρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πορδή + επίθημα αλέος (πρβλ. λυσσ αλέος, νυστ αλέος)] … Dictionary of Greek
πορδαλέοισι — πορδάλεος flatulent masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)