-
1 ποντοτινακτος
-
2 ποντοτίνακτος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ποντοτίνακτος
-
3 ποντοτίνακτος
-
4 ποντοτίνακτον
ποντοτίνακτοςshaken by the sea: masc /fem acc sgποντοτίνακτοςshaken by the sea: neut nom /voc /acc sg -
5 ποτνι-άνακτος
ποτνι-άνακτος, f. L. statt ποντοτίνακτος, Hom. epigr. 4, 6.
-
6 ποτνιάνακτος
A f.l. for ποντοτίνακτος (q. v.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ποτνιάνακτος
См. также в других словарях:
ποντοτίνακτος — ον, Α αυτός που δέρνεται από το κύμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόντος + τινάσσω] … Dictionary of Greek
ποντοτίνακτον — ποντοτίνακτος shaken by the sea masc/fem acc sg ποντοτίνακτος shaken by the sea neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πόντος — Επαρχία της Μικράς Ασίας, στο βόρειο τμήμα της Τουρκίας. Στα Β βρέχεται από τον Εύξεινο Πόντο, ενώ στα Α ορίζεται από την Κολχίδα, στα Δ από την Παφλαγονία και στα Ν από την Καππαδοκία. Ο Π. πήρε το όνομα αυτό και έγινε σημαντικός μόνο κατά τους… … Dictionary of Greek