Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ποντοτίνακτος

См. также в других словарях:

  • ποντοτίνακτος — ον, Α αυτός που δέρνεται από το κύμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόντος + τινάσσω] …   Dictionary of Greek

  • ποντοτίνακτον — ποντοτίνακτος shaken by the sea masc/fem acc sg ποντοτίνακτος shaken by the sea neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πόντος — Επαρχία της Μικράς Ασίας, στο βόρειο τμήμα της Τουρκίας. Στα Β βρέχεται από τον Εύξεινο Πόντο, ενώ στα Α ορίζεται από την Κολχίδα, στα Δ από την Παφλαγονία και στα Ν από την Καππαδοκία. Ο Π. πήρε το όνομα αυτό και έγινε σημαντικός μόνο κατά τους… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»