-
1 ποντικος
-
2 Ποντικός
A from Pontus, Pontic, Π. (sc. δένδρεον), τό, perh. Prunus Padus, Hdt.4.23;τάριχος Π. Cratin.40
, cf. Gal.6.563; Π. μῦς a kind of weasel, Arist.HA 600b13, 632b9; Π. ῥίζα, = γλυκύρριζα, Dsc.3.5;Π. κάρυον
hazel-nut,Gal.
6.355, cf. PCair.Zen.702.22 (iii B.C.); ῥέον Π. rhubarb, Julianus Alex. ap. Alex.Trall.12.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Ποντικός
-
3 ποντικός
ποντικός, aus, von, in dem Meere, s. N. pr.
-
4 Ποντικος
-
5 Ποντικός
Ποντικόςfrom Pontus: masc nom sg -
6 ποντικός
ποντικόςfrom Pontus: masc nom sg -
7 ποντικός
ποντικός, aus, von, in dem Meere -
8 Ποντικός
Ποντικός, ή, όν from Pontus (s. Πόντος; Hdt. et al.; Just., A I, 26, 5 [Marcion]) subst. (Socrat., Ep. 30, 14) of Aquila Π. τῷ γένει a native of Pontus Ac 18:2. -
9 Ποντικός
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > Ποντικός
-
10 Ποντικός
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > Ποντικός
-
11 ποντικός
ο см. ποντίκι -
12 Ποντικός
Понтянин (родом из Понта).Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > Ποντικός
-
13 ποντικός
[понтикос] ουσ. а. мышь, крыса, мускул,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ποντικός
-
14 ποντικός
[понтикос] ουσ α мышь, крыса, мускул. -
15 Άρχοντας με δίχως βιός πεινασμένος ποντικός
• Что за честь, коли нечего есть• Дело не в личности, а в наличностиИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Άρχοντας με δίχως βιός πεινασμένος ποντικός
-
16 Ο ποντικός χορεύει και ο γάτος μαγειρεύει
• Пляши, да не записывайся• Дума за горами, а смерть за плечамиИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Ο ποντικός χορεύει και ο γάτος μαγειρεύει
-
17 Ποντικά
Ποντικόςfrom Pontus: neut nom /voc /acc plΠοντικά̱, Ποντικόςfrom Pontus: fem nom /voc /acc dualΠοντικά̱, Ποντικόςfrom Pontus: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
18 ποντικά
ποντικόςfrom Pontus: neut nom /voc /acc plποντικά̱, ποντικόςfrom Pontus: fem nom /voc /acc dualποντικά̱, ποντικόςfrom Pontus: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
19 Ποντικόν
Ποντικόςfrom Pontus: masc acc sgΠοντικόςfrom Pontus: neut nom /voc /acc sg -
20 ποντικόν
ποντικόςfrom Pontus: masc acc sgποντικόςfrom Pontus: neut nom /voc /acc sg
См. также в других словарях:
Ποντικός — from Pontus masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποντικός — from Pontus masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποντικός — Κοινό όνομα με το οποίο χαρακτηρίζονται τα Τρωκτικά, που ανήκουν στην υποοικογένεια των μυϊνών, της μεγάλης οικογένειας των Μυϊδών. Μια τυπική μορφή των απλοδόντων αυτών είναι ο γνωστός κατοικίδιος ποντικός (mus musculus), που έχει μήκος 16 18 εκ … Dictionary of Greek
ποντικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πόντο (θάλασσα), ο θαλασσινός. 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην περιοχή του Πόντου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μπαγα(μ)πόντικος — η, ο επίρρ. α (λ. ιταλ.), πονηρός, κατεργάρικος: Μου συμπεριφέρθηκε μπαγαπόντικα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ποντικά — Ποντικός from Pontus neut nom/voc/acc pl Ποντικά̱ , Ποντικός from Pontus fem nom/voc/acc dual Ποντικά̱ , Ποντικός from Pontus fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποντικά — ποντικός from Pontus neut nom/voc/acc pl ποντικά̱ , ποντικός from Pontus fem nom/voc/acc dual ποντικά̱ , ποντικός from Pontus fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ποντικῶν — Ποντικός from Pontus fem gen pl Ποντικός from Pontus masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποντικῶν — ποντικός from Pontus fem gen pl ποντικός from Pontus masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ποντικόν — Ποντικός from Pontus masc acc sg Ποντικός from Pontus neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποντικόν — ποντικός from Pontus masc acc sg ποντικός from Pontus neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)