-
1 πομφολύγων
πομφόλυξfem gen plπομφολυγόωcause to bubble: imperf ind act 3rd pl (doric aeolic)πομφολυγόωcause to bubble: imperf ind act 1st sg (doric aeolic) -
2 πομφόλυξ
πομφόλυξ, υγος, ἡ, später auch ὁ, Lob. zu Phryn. 760 (vgl. πομφός), Blase, bes. Wasserblase, wie sie beim Kochen aufsprudeln; κενεὸς πομφολύγων ϑόρυβος, Antiphil. 44 (IX, 546); vgl. Plat. Tim. 66 b 83 d 85 a. – Auch der Schildbuckel, ὀμφαλός, wegen seiner halbrunden, einer Wasserblase ähnlichen Gestalt, Hesych. – Bei Diosc. die weißen Zinkblumen, favilla aeris, welche sich beim Schmelzen der zinkhaltigen Erze an den Wänden des Ofens ansetzen. – Auch ein weiblicher Kopfschmuck, wie ὄγκος, Ar. bei Poll. 7, 96, vgl. Moeris.
-
3 αναβολη
поэт. тж. ἀμβολή, дор. ἀμβολά ἥ1) насыпь, вал Xen., Diod.2) восхождение, подъем(τῶν Ἄλπεων и πρὸς τὰς Ἄλπεις Polyb.)
τέν ἀναβολέν ποιεῖσύαι Polyb. — совершать восхождение, подниматься3) путь восхождения, дорога вверх, подъем(αἱ εἰς τὸ ὄρος ἀναβολαί Polyb.)
4) накидка, плащ Plat.5) (музыкальное) вступление Pind., Arph., Arst.6) откладывание, отсрочка, задержкаἀναβολέν ποιεῖν Plat. и ποιεῖσθαι Thuc., Men., Plut., тж. ἐς ἀναβολὰς ποιεῖσθαι Her. или πράττειν Thuc. — откладывать, задерживать, медлить;
7) выскакивание(ἥ ὑπέρζεσίς ἐστιν ἥ ἀ. τῶν πομφολύγων Arst.)
-
4 ἀναβολή
I of things:1 that which is thrown up, mound of earth, bank, X.An.5.2.5, D.S.17.95; ἀ. χωμάτων casting up of dykes, Arch.Pap.6.132 ([place name] Denderah);διωρύγων PAmh.2.91.11
(pl.).2 that which is thrown back over the shoulder, mantle, Pl.Prt. 342c<*> PPetr.3p.48 (iii B. C.), LXX Ne.5.13, al.; of the toga, Nic.Dam. p.119D.: also, fashion of wearing a cloak, Luc.Somn.6.II of actions,1 striking up, prelude on the lyre preliminary to singing, ὁπόταν προοιμίων ἀμβολὰς τεύχῃς ἐλελιζομένη, addressed to the lyre, Pi.P.1.4; esp. of dithyramb, Eup.5D.: hence, rambling dithyrambic ode, Ar.Av. 1385, cf. Pax 830, Arist.Rh. 1409b25; cf.ἀναβάλλω B.
I.2 putting off, delaying, ;ὅ τι μέλλετε.. μὴ ἐς ἀ. πράσσετε Th.7.15
; οὐκ ἐς ἀμβολάς without delay, E.Heracl. 270;ἐς μηδεμίαν ἀ. PAmh. 2.34i
.5; ἐν ταῖς ἀ. τῶν κακῶν ἔνεστ ἄκη E.HF93; ἐπὶ ἀναβολῇ πρᾶσιν, ὠνὴν ποιεῖσθαι sell, buy on credit, Pl.Lg. 915e;ἀναβολήν τινος ποιεῖσθαι Th.2.42
; ;εἰς τὸ γῆρας ἀναβολὰς ποιεῖν Men. 235.8
;δακρύοις.. ἐμποιεῖν ἀ. τῷ πάθει Id.599
; ἀναβολὰν λαβόντες ἔτητρία IG9(2).205.22
(Thess.).3ἀ. δίκης ἐπὶ τὸν βασιλέα
reference, appeal,Str.
13.1.55.4 lifting, hence, removal, of tumours, Antyll. ap. Orib.45.2.6.III intr., going up, ascent, way up,ἀ. τῶν Ἄλπεων Plb.3.39.9
, etc.;τὴν ἀ. ποιεῖσθαι 50.3
.2 bubbling up,πομφολύγων Arist.Pr. 936b1
, Thphr.Ign.16; of the Nile, sources, ([place name] Philae).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀναβολή
См. также в других словарях:
πομφολύγων — πομφόλυξ fem gen pl πομφολυγόω cause to bubble imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) πομφολυγόω cause to bubble imperf ind act 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πέμφιγα — η / πέμφιξ, ιγος, ΝΑ νεοελλ. ιατρ. δερματοπάθεια που χαρακτηρίζεται από την εμφάνιση πομφολύγων στο δέρμα και στους βλεννογόνους αρχ. 1. πνοή, φύσημα 2. ηλιακή ακτίνα ή λάμψη φωτός 3. σταγόνα, ρανίδα 4. νέφος, σύννεφο και, ιδίως, σύννεφο το οποίο … Dictionary of Greek
πεμφιγώδης — και (κατά τον Ησύχ.) πεμφιδώδης, ῶδες, Α [πέμφιξ, ιγος] (κυρίως για τον πυρετό) αυτός που συνοδεύεται από έκχυση πομφολύγων … Dictionary of Greek
πομφολυγοπάφλασμα — ατος, τὸ, Α το πάφλασμα τών πομφολύγων, ο θόρυβος που κάνουν οι φυσαλίδες υγρού όταν σπάζουν. [ΕΤΥΜΟΛ. < πομφόλυξ, υγος + πάφλασμα] … Dictionary of Greek
πομφολυγώδης — ες, ΝΑ [πομφόλυξ, υγος] όμοιος με πομφόλυγα ή γεμάτος πομφόλυγες; νεοελλ. 1. φρ. «πομφολυγώδη νοσήματα» ιατρ. νοσήματα που χαρακτηρίζονται από την ανάπτυξη πομφολύγων, όπως είναι οι πομφολυγώδεις δερματοπάθειες, οι οποίες συχνά οφείλονται σε… … Dictionary of Greek
στοματίτιδα — η, Ν 1. (ιατρ. κτην.) φλεγμονή τού βλεννογόνου τού στόματος 2. φρ. α) «ερυθηματώδης καταρροϊκή στοματίτιδα» στοματίτιδα που εκδηλώνεται με ερυθρότητα και, συχνά, με απολέπιση τών επιπολής στιβάδων τού βλεννογόνου β) «πολτώδης στοματίτιδα»… … Dictionary of Greek