-
1 πομπευω
(эп. impf. πόμπευον - Theocr. πομπεύεσκον)1) сопровождать, провожать(τινά Hom.)
2) исполнять обязанности вестника3) нести или вести в торжественной процессии(τὸ σῶμα δι΄ ἀγορᾶς πομπευθέν Plut.)
4) шествовать в процессии(ἐπὴ τὸν τῆς Ἀθηνᾶς νεών Polyb.)
5) важничать, торжествовать(πομπεύσεις τότε, ὡς μέγα ἔργον ἐργασάμενος Luc.)
-
2 πομπεύω
μετ. бесчестить, позорить -
3 διαπομπευω
-
4 εκπομπευω
-
5 εμπομπευω
досл. выступать в торжественной процессии, перен. хвастаться, кичиться(τινί Luc.)
-
6 επιπομπευω
-
7 καταπομπευω
-
8 ξυμπομπευω
участвовать в шествии, сопровождать в процессии(τινί Aeschin., Arst., Plut.)
-
9 προπομπευω
-
10 συμπομπευω
участвовать в шествии, сопровождать в процессии(τινί Aeschin., Arst., Plut.)
-
11 πομπιάζω
см. πομπεύω
См. также в других словарях:
πομπεύω — conduct pres subj act 1st sg πομπεύω conduct pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πομπεύω — ΝΑ [πομπή / πομπός] βρίζω με χυδαία σκώμματα, κοροϊδεύω, χλευάζω νεοελλ. 1. υποβάλλω σε διαπόμπευση, διαπομπεύω 2. διασύρω, εξευτελίζω δημόσια αρχ. 1. συνοδεύω κάποιον ως πομπός, τόν οδηγώ στον δρόμο του, προπομπεύω* 2. οδηγώ πομπή 3. προχωρώ σε… … Dictionary of Greek
πομπεύω — πόμπεψα, πομπεύτηκα, πομπεμένος, διαπομπεύω, εκθέτω, προσβάλλω, ρεζιλεύω: Πομπέψανε το κορίτσι σ όλο το χωριό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πομπεύετε — πομπεύω conduct pres imperat act 2nd pl πομπεύω conduct pres ind act 2nd pl πομπεύω conduct imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πομπεύσω — πομπεύω conduct aor subj act 1st sg πομπεύω conduct fut ind act 1st sg πομπεύω conduct aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πομπεύῃ — πομπεύω conduct pres subj mp 2nd sg πομπεύω conduct pres ind mp 2nd sg πομπεύω conduct pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεπόμπευκεν — πομπεύω conduct perf ind act 3rd sg πομπεύω conduct plup ind act 3rd pl (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πομπευθέντα — πομπεύω conduct aor part pass neut nom/voc/acc pl πομπεύω conduct aor part pass masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πομπευομένων — πομπεύω conduct pres part mp fem gen pl πομπεύω conduct pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πομπευσάντων — πομπεύω conduct aor part act masc/neut gen pl πομπεύω conduct aor imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πομπευόμενον — πομπεύω conduct pres part mp masc acc sg πομπεύω conduct pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)