-
1 πολυ-άκανθος
πολυ-άκανθος, mit vielen Dornen, Theophr.
-
2 πολυάκανθος
A welted thistle, Carduus acanthodes, Thphr. HP6.4.3.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολυάκανθος
-
3 πολυάκανθος
См. также в других словарях:
πολυάκανθος — ον, Α 1. αυτός που έχει πολλά αγκάθια 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πολυάκανθον είδος φυτού με αγκάθια. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ἄκανθος (πρβλ. λευκ άκανθος, μον άκανθος)] … Dictionary of Greek
λευκαγκαθιά — η (Α λευκάκανθα και λευκάκανθος) ονομασία, κοινή σήμερα, ενός είδους τού γένους ράμνος αρχ. είδος κνίκου. [ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο) * + ἄκανθα / ἄκανθος «φυτό με αγκάθια» (πρβλ. πυρ άκανθα / πολυ άκανθος)] … Dictionary of Greek
Βρασίδας — (; – Αμφίπολη 421 π.Χ.). Σπαρτιάτης στρατηγός στην πρώτη περίοδο του Πελοποννησιακού πολέμου (431 421 π.Χ.). Η δράση του αναφέρεται κυρίως σε παράτολμες επιχειρήσεις εναντίον των Αθηναίων· στη Μεθώνη το 431, στην Πύλο το 425, όπου σε μια πολεμική … Dictionary of Greek
παλαιοχριστιανική τέχνη — Η τέχνη που αναπτύχθηκε κατά τους πρώτους 6 αιώνες του χριστιανισμού. Υποδιαιρείται σε δύο περιόδους, με διαχωριστικό όριο το 330 μ.Χ., χρονολογία που ιδρύθηκε η Κωνσταντινούπολη. Η πρώτη περίοδος ήταν δύσκολη για τους πιστούς της νέας θρησκείας· … Dictionary of Greek