Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

πολύχυτος

См. также в других словарях:

  • πολύχυτος — capable of great diffusion masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολύχυτος — ον, ΜΑ 1. ο ικανός να λάβει μεγάλη διάχυση, αυτός που μπορεί να διαχυθεί, να απλωθεί σε μεγάλη έκταση, πολύχους* 2. αυτός που έχει διαχυθεί σε μεγάλη έκταση, που έχει διασπαρεί πολύ, διάσπαρτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + χυτός (< χέω «χύνω»),… …   Dictionary of Greek

  • πολύχυτον — πολύχυτος capable of great diffusion masc/fem acc sg πολύχυτος capable of great diffusion neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυχύτους — πολύχυτος capable of great diffusion masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυχύτων — πολύχυτος capable of great diffusion masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… …   Dictionary of Greek

  • ՅՈԳՆԱՀԵՂ — ( ) NBH 2 0364 Chronological Sequence: 5c, 8c ա. πολύχυτος late fluens, multum diffusus. Բազմազեղ. յորդառատ. համասփիւռ. *Մովսէս տեսանէ լոյս՝ բազում եւ մաքուրս փայլատակեալս եւ յոքնահեղս ճառագայթս. Դիոն. Ածաբ …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»